Μηκόνοψις (Meconopsis) λέγεται ένα σχετικά
μεγάλο γένος ανθοφόρων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια Papaveraceae
(παπαρούνες) και περιλαμβάνει 49 είδη, από τα οποία τα περισσότερα εντοπίστηκαν από τους Κινέζους. Για το γένος Meconopsis δεν υπάρχει κάποια ικανοποιητική κοινή αγγλική ονομασία, ενώ εκείνη που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι: μπλε παπαρούνα των Ιμαλαΐων. Με το όνομα αυτό προσδιορίζεται η προέλευση του φυτού και το χρώμα των λουλουδιών για πολλά από τα είδη και τα υβρίδια.
Τα είδη τού γένους παράγουν ελκυστικά λουλούδια σε διπλή σειρά. Ένα μονό είδος, η Meconopsis cambrica (Welsh poppy), είναι ενδημικό στην Αγγλία, την Ουαλία, την Ιρλανδία, και στις παρυφές της Δυτικής Ευρώπης. Τα άλλα 40 περίπου είδη (ανάλογα με την ταξινόμηση) βρίσκονται στα Ιμαλάια.
Υπάρχει όμως αντιπαράθεση σχετικά με το διαχωρισμό
των ειδών των Ιμαλαΐων, καθώς πολύ εύκολα διασταυρώνονται μεταξύ τους και παράγουν καινούριους βιώσιμους σπόρους. Είναι πολύ πιθανό, κάποια είδη με ξεχωριστή ονομασία, στην πραγματικότητα να ανήκουν στο ίδιο είδος, αλλά να έχουν αξιολογηθεί βάση μορφολογικών διαφορών και συνεπώς κατατάχθηκαν σε διαφορετικό είδος.
Ένα μεγάλο ποσοστό των ειδών είναι μονόκαρπα, και γι' αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολη η διατήρηση τής καλλιέργειάς τους.
Το όνομα Μηκόνοψις προέρχεται από την
ελληνικές λέξεις Μήκων (παπαρούνα) και όψις και σημαίνει "Παπαρουνόμορφο". (Η λέξη papaver είναι λατινική, και ήταν το όνομα που δόθηκε στην παπαρούνα, την εποχή της αρχαίας Ρώμης. Αντιστοιχούσε στην αναπαραγωγή του ήχου που έκαναν οι σπόροι της παπαρούνας κατά τη μάσηση!).
Αναμφισβήτητα το πιο δημοφιλές Meconopsis που καλλιεργείται σε κήπους είναι αυτό με τα μπλε άνθη, αλλά υπάρχουν και άλλα χρώματα, όπως το εντυπωσιακό κόκκινο τού M. puniceaand, και αρκετά είδη όπως το Μ. pseudointegrifolia που είναι κίτρινα. Η μόνη εξαίρεση σε αυτήν την ασιατική κατανομή των Meconopsis είναι η ουαλική παπαρούνα, Μ. cambrica. Αυτός ο μακρινός συγγενής δεν ταιριάζει απόλυτα μέσα στο γένος Meconopsis, και πιθανόν θα πρέπει να ταξινομηθεί από τους βοτανολόγους με διαφορετικό όνομα.
Η παπαρούνα της Ουαλίας, Welsh poppy (Meconopsis cambrica) είναι πολυετές φυτό της οικογένειας Papaveraceae. Στο φυσικό του περιβάλλον συναντάται σε υγρό, σκιερό και βραχώδες έδαφος. Είναι ενδημικό φυτό στην νοτιο-δυτική Αγγλία, την Ουαλία, την Ιρλανδία και τη Δυτική Ευρώπη. Στις περισσότερες δυτικές περιοχές αναπτύσσεται κυρίως σε ανοιχτούς χώρους με μικρή κάλυψη.
Τα φύλλα έχουν σχισμές που μοιάζουν με φτερό ή ψαροκόκαλο. Τα άνθη έχουν χαρακτηριστικό κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα, διαθέτουν τέσσερα πέταλα και τριχωτά, πράσινα σέπαλα που πέφτουν σχεδόν αμέσως μόλις ανοίξει το άνθος. Εξαπλώνεται εύκολα, με τη βοήθεια των πολλών, μικρών, μαύρων σπόρων, που παράγονται το καλοκαίρι. Είναι πολύ καλά προσαρμοσμένο στην εποίκιση κενών χώρων, φυτρώνει ανάμεσα σε ρωγμές βράχων και όπου υπάρχουν πέτρες. Αυτή η συνήθεια τού επέτρεψε να αποικίσει το αστικό περιβάλλον, και να αναπτυχθεί ανάμεσα σε πλάκες πεζοδρομίου, πλακόστρωτα και άκρες τοίχων.
Αρχικά είχε καταχωρηθεί ως Papaver cambricum, και αναφέρεται με αυτό το όνομα σε παλαιότερα κείμενα. Είναι το μόνο μέλος του γένους Meconopsis (Papaveraceae with yellow latex), που είναι ενδημικό στην Ευρώπη.
Το φυτό Meconopsis betonicifolia, επίσης γνωστό ως Meconopsis baileyi και μπλε παπαρούνα των Ιμαλαΐων, παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1886, από τον Pere Delavay, έναν Γάλλο καθολικό ιεραπόστολο. Στα τέλη της άνοιξης του 1922,
μια Βρετανική εξερευνητική ομάδα των Ιμαλαΐων
, με επικεφαλή τον θρυλικό ορειβάτη George Leigh Mallory, ανακάλυψε το φυτό, στη διάρκεια μιας αποτυχημένης προσπάθειά τους να φθάσουν στην κορυφή τού ακατάκτητου τότε, όρους Έβερεστ.
Συλλέχθηκε ένα δείγμα από τον Αντισυνταγματάρχη Lt. Col. Frederick Marshman Bailey. Καθώς πίεσε το δείγμα στις σελίδες ενός σημειωματάριου, η ποιότητα του δείγματος δεν ήταν άριστη, αλλά παρ' όλα αυτά προκάλεσε εξαιρετικό ενδιαφέρον στην Αγγλία.
Το 1924, ο Frank Kingdon-Ward, εξερευνητής και συλλέκτης φυτών, επέστρεψε με τον πρώτο βιώσιμο σπόρων, και το 1927 παρουσιάστηκε το φυτό σε κηπευτική έκθεση, με μεγάλες φυτείες να καλύπτουν δημόσια πάρκα του Λονδίνο και του Εδιμβούργου. Τα λουλούδια έγιναν γνωστά στην
Royal Horticultural Society's με πολύ ενθουσιασμό, την άνοιξη του 1926. Ωστόσο, αν και ήταν δύσκολη η αναπαραγωγής τους, τα είδη του φυτού έγιναν διάσημα στο πέρασμα των
δεκαετιών.
Το 2009, ο φυτοκόμος και συγγραφέας Bill Terry δημοσίευσε στα "απομνημονεύματα κηπουρικής", Blue Heaven, πληροφορίες σχετικά με το φυτό.
Τον Ιούνιο του 2007, οι εκδόσεις Hale Books δημοσίευσαν το μυθιστόρημα "Dreams of the Blue Poppy" της Αγγλίδας συγγραφέα Angela Locke. Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι ένα ασθενικό παιδί που ονειρεύεται να βρει το θρυλικό φυτό και καταλήγει σε ένα ταξίδι, προσωπικής και βοτανολογικής ανακάλυψης,
στα Ινδικά Ιμαλάϊα.
Το φυτό Meconopsis grandis, επίσης μπλε
είδος των Ιμαλαΐων, είναι το εθνικό λουλούδι του Μπουτάν.
Για τις ποικιλίες των Ιμαλαΐων θεωρούν ότι είναι δύσκολη η αναπαραγωγής τους από σπόρο, αλλά όταν βλαστήσουν τα νεαρά φυτά, η χρήση των φρέσκων σπόρων διευκολύνει την εξέλιξη. Από την άλλη, η παπαρούνα της Ουαλίας θεωρείται μερικές φορές ζιζάνιο, αν και είναι όμορφη, εξαιτίας της επίμονης αυτο-σποράς της. Είναι ένα ευχάριστο ξάφνιασμα για πολλούς, η ύπαρξη της παπαρούνας σε διάφορες αποχρώσεις του μπλε. Αυτά τα φυτά παρουσιάζονται σε ποικιλία από έντονα χρώματα, συμπεριλαμβανομένου του μπλε, κόκκινου, πορτοκαλί, μοβ, λευκού και κίτρινου, ανάλογα με τα είδη και την ποικιλία.
Στο γένος Meconopsis ανήκουν πολλά παραδοσιακά φαρμακευτικά φυτά, που
αναπτύσσονται σε μεγάλο υψόμετρο, σε όλη την περιοχή των Ιμαλαΐων. Πολλά είδη αυτού του γένους έχουν χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή ιατρική του Θιβέτ από τους ντόπιους. Εκτεταμένες φυτοχημικές έρευνες κατέληξαν στο διαχωρισμό και την απομόνωση 96 ενώσεων, μεταξύ των οποίων αλκαλοειδή, φλαβονοειδή, γλυκοσίδες, αιθέρια έλαια, κλπ. Όπως και τα συγγενικά τους φυτά, το γένος Meconopsis περιέχει παρόμοια αλκαλοειδή με το γένος Papaver. Αλλά το γένος Meconopsis έδειξε μεγαλύτερη δραστηριότητα κατά του όγκου, της κεντρικής κυκλοφορίας, του καρδιαγγειακού συστήματος και κλπ. Μέχρι στιγμής δεν έχουν βρεθεί αναλγητικές, αναισθητικές δράσεις, για το γένος Meconopsis ή τα αποτελέσματα δεν είναι συγκεντρωτικά, αλλά χρειάζονται περαιτέρω μελέτη, και συνεπώς η χρήση των φυτών του γένους Meconopsis πρέπει να είναι πιο συνετή.
Πηγή: