Το είδος Eichhornia crassipes, με κοινή ονομασία
Υάκινθος του νερού, είναι ένα υδρόβιο φυτό ενδημικό στη λεκάνη του Αμαζονίου, αν και μερικές φορές θεωρείται εισβολέας έξω από το φυσικό του περιβάλλον.
Ο υάκινθος του νερού είναι το μόνο μεγάλο υδρόβιο
φυτό, που μπορεί να επιπλέει στο νερό χωρίς
οι ρίζες του να ακουμπούν στον πυθμένα.
Ο υάκινθος του νερού έχει ειδικούς προσαρμογείς, που του επιτρέπουν να αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί ταχύτατα σε γλυκά νερά. Μπορεί να αντέξει την έλλειψη θρεπτικών συστατικών, το επίπεδο του pH, τη θερμοκρασία και μπορεί να μεγαλώσει ακόμα και σε τοξικό νερό. Αναπτύσσεται καλύτερα σε ακίνητο ή αργά κινούμενο νερό. Οι σπόροι του διασκορπίζονται από τα πουλιά και παραμένουν βιώσιμοι για 15-20 χρόνια. Όμως, η κύρια μέθοδος αναπαραγωγής είναι αγενής, μέσω καταβολάδων. Ένα μόνο φυτό, κάτω από ιδανικές συνθήκες, μπορεί να παράγει 5.000 σπόρους και 250 βλαστούς μέσα σε 50-90 μέρες και να καλύψει έκταση 600 τετραγωνικά μέτρα σε ένα χρόνο.
Ευδοκιμεί σε πολλές διαφορετικές συνθήκες, από την τροπική έρημο μέχρι τις υποτροπικές ή ζεστές εύκρατες ζώνες, αλλά και στα τροπικά δάση. Ανέχεται ετήσιες βροχοπτώσεις από 8.2 dm μέχρι 27.0 dm, θερμοκρασίες από 21.1°C to 27.2°C και pH από 5,0 μέχρι 7,5. Δεν θέλει θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 34 ° C. Τα φύλλα του πεθαίνουν από τον παγετό και το αλμυρό νερό, ενώ αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό χρησιμοποιείται πολλές φορές για να περιορίσει την εξάπλωση του φυτού όπου αυτό θεωρείται ζιζάνιο. Ο υάκινθος του νερού δεν αναπτύσσεται όταν η μέση περιεκτικότητα σε αλάτι είναι μεγαλύτερη από 15% του θαλασσινού νερού. Στο υφάλμυρο νερό, τα φύλλα του δείχνουν επιναστία και χλώρωση, και τελικά πεθαίνουν.
Ο ταχέως αναπτυσσόμενος Υάκινθος του Νερό γίνεται σύντομα ένα επιβλαβές ζιζάνιο έξω από τον φυσικό βιότοπό του. Τα φυτά συμπλέκονται σε μια τόσο πυκνή μάζα, σαν ένα πλωτό χαλί, ώστε κάποιος άνθρωπος θα μπορούσε να περπατήσει επάνω τους, διασχίζοντας ένα ποτάμι από τη μία όχθη του ως την άλλη. Η παρουσία του υάκινθου του νερού αναστατώνει όλη τη ζωή πάνω στο νερό. Μπορεί να φράξει υδάτινες διόδους εμποδίζοντας το ποτάμιο ταξίδι, αρδευτικά κανάλια, να καταστρέψει καλλιέργειες ρυζιού, και αλιευτικές περιοχές. Τα φυτά αυτά, σκιάζοντας το νερό, αποστερούν στα ενδημικά υδρόβια φυτά το ηλιακό φως και στα υπάρχοντα ζώα το οξυγονωμένο νερό. Καθώς
αποσυντίθενται τα διάφορα στοιχεία, υπάρχει μια απότομη αύξηση των επιπέδων των θρεπτικών ουσιών στο νερό, το οποίο θα πυροδοτήσει αύξηση των
φυκιών που μειώνει περαιτέρω τα επίπεδα του οξυγόνου.
Ο υάκινθος του νερού είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να καταστραφεί. Στις ΗΠΑ, χρησιμοποιήθηκε αρσενικό σε μεγάλη κλίμακα, που πρόσφερε εν μέρει μόνο κάθαρση, αλλά δηλητηρίασε το οικοσύστημα. Δοκιμάστηκαν επίσης φωτιά και εκρηκτικά, αλλά τα φυτά αναπαράγονται γρήγορα, ακόμη και από ένα πολύ μικρό τεμάχιο και απλά επανέρχονται. Το πιο αποτελεσματικό μέτρο είναι ο βιολογικός έλεγχος και έχουν γίνει εκατοντάδες μελέτες για το σκοπό αυτό. Έχουν
εντοπιστεί δύο ρυγχωτοί κάνθαροι, ένα έντομο και δύο είδη μυκήτων που δρουν με επιτυχία στον έλεγχο αυτού του φυτού. Άλλα πλάσματα που κρατούν το φυτό υπό έλεγχο είναι κάποια είδη ψαριών
και οι θαλάσσιες αγελάδες (manatees).
Ο υάκινθος του νερού κατάγεται από τη νότια Αμερική και διαδόθηκε σε διάφορες χώρες από καλοπροαίρετους ανθρώπους, σαν καλλωπιστικό φυτό. Έφθασε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1880, στην Αφρική το 1950 και εξαπλώθηκε στο Κονγκό, το Νείλο και τη Λίμνη Βικτώρια. Διαδόθηκε επίσης στην Ινδία.
Στην Αφρική το φυτό εισήχθη από Βέλγους αποίκους στη Ρουάντα για να κοσμήσει τις κατοικίες τους και στη συνέχεια οδηγήθηκε με φυσικό τρόπο στη λίμνη Βικτώρια, όπου εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1988. Εκεί, χωρίς φυσικούς εχθρούς, έχει γίνει μια οικολογική πληγή, αποπνικτική για τη λίμνη, μειώνοντας το απόθεμα ψαριών και πλήττοντας τις τοπικές οικονομίες. Εμποδίζοντας επίσης, την πρόσβαση στο Kisumu και σε άλλα λιμάνια.
Ο υάκινθος του νερού έχει εμφανιστεί επίσης στη βόρεια Αιθιοπία, όπου αναφέρεται για πρώτη φορά το 1965 στην δεξαμενή Κόκα και στο ποταμό
Awash. Η εταιρεία ηλεκτρισμού της Αιθιοπίας κατάφερε να μετριάσει τον παρασιτισμό του με σημαντικό κόστος ανθρώπινης εργασίας. Άλλες περιοχές της Αιθιοπίας με παρόμοια επέκταση του φυτού είναι υδάτινες περιοχές στην Περιφέρεια
Gambela, το Γαλάζιο Νείλο ακριβώς κάτω από τη λίμνη Τάνα στο Σουδάν, και τη λίμνη Ellen κοντά στο Alem
Tena.
Το φυτό είναι φαγώσιμο. Χρησιμοποιείται ως πλούσια πηγή καροτίνης στα πιάτα με λαχανικά στην Ταϊβάν.
Τα τρυφερά φύλλα και οι μίσχοι μαγειρεύονται και είναι σχεδόν άγευστα. Λέγεται ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τροφή σε γεύματα χορτοφάγων. Στην Ιάβα μερικές φορές μαγειρεύουν και τρώνε τα πράσινα μέρη και τις ταξιανθίες.
Το λουλούδι του μαγειρεύεται επίσης. Στη Σιγκαπούρη, όπως και αλλού, καλλιεργούνταν ως τροφή για τους χοίρους, αλλά
μετατράπηκε σε σοβαρό παράσιτο στους
ταμιευτήρες νερού.
Στο Kedah της Ιάβας, τα λουλούδια χρησιμοποιούνται ως φαρμακευτική αγωγή στο δέρμα των αλόγων. Το είδος αυτό είναι ένα «τονωτικό».
Στην Ανατολική Αφρική, οι υάκινθοι νερού από τη λίμνη Βικτώρια χρησιμοποιείται για να γίνουν έπιπλα, τσάντες και σχοινί. Το φυτό χρησιμοποιείται επίσης ως ζωοτροφή και οργανικό
λίπασμα, αν και υπάρχει διαμάχη σχετικά με το υψηλό αλκαλικό pH του λιπάσματος.
Επίσης στην Αφρική, τα φρέσκα φυτά χρησιμοποιούνται ως μαξιλάρια στα κανό και για να βουλώσουν τις τρύπες στους σάκους με κάρβουνο.
Υπάρχουν μελέτες σχετικά με τη χρήση
του φυτού για αποτοξίνωση λυμάτων και εναπόθετων αποβλήτων.
Ο υάκινθος του νερού είναι δυνητικά μια εξαιρετική πηγή βιομάζας. Μέσω της αναερόβιας ζύμωσης μπορεί να μετατραπεί σε αέριο μεθάνιο, μια δαπανηρή διαδικασία που θα μπορούσε να γίνει πιο οικονομική, καθώς τα αποθέματα του υπόγειου φυσικού αερίου εξαντλούνται. Το αποξηραμένο φυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα και ως κάλυμμα προστασίας των ριζών των φυτών. Τέλος, ζωντανά υδρόβια φυτά θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στο κατάστρωμα επανδρωμένων υπεραστικών διαστημικών σκαφών, για να απορροφούν
τα απόβλητα και να μετατρέπουν το διοξείδιο του άνθρακα σε οξυγόνο,
καθώς τα ίδια μετατρέπονται σε τρόφιμα. Το φυτό μπορεί να καλλιεργηθεί για χρήση στην επεξεργασία λυμάτων και να ενσωματωθεί σε ένα σύστημα όπου γίνεται συγκομιδή βιομάζας για παραγωγή καυσίμων. Επειδή αυτή η βιομάζα είναι ένα υποπροϊόν επεξεργασίας λυμάτων, έχει θετική επίπτωση στο περιβάλλον, και επομένως δεν αποτελεί απειλή σαν ανταγωνιστής σε φυτά που παράγουν τρόφιμα, ζωοτροφές ή ίνες. Οι μαραμένοι υάκινθοι του νερού που αναμειγνύονται με χώμα, κοπριά αγελάδων και ξυλοτέφρα (και αποτελούν την μοντέρνα
εκδοχή λίπανσης στην Κίνα), μπορούν να προσφέρουν χρήσιμο λίπασμα σε μόλις δύο μήνες. Αν και οι ενδεχόμενες αποδόσεις είναι απίστευτες, είναι εξίσου μεγάλο το όφελος της απομάκρυνσης και η προσπάθεια εξάλειψης αυτού του ζιζάνιου από το νερό. Υπάρχουν μόνιμες καλλιέργειες που εκτιμάται ότι παράγουν 100-120 τόνους ανά εκτάριο ετησίως.
Σε ιδανικές συνθήκες, κάθε φυτό μπορεί να παράγει 248 νέους βλαστούς σε 90 μέρες. Οι ρίζες του απορροφούν - αφομοιώνουν με φυσικό τρόπο τους ρύπους, συμπεριλαμβανομένων των τοξικών χημικών ουσιών όπως ο μόλυβδος, ο υδράργυρος και το στρόντιο 90 (καθώς και ορισμένες οργανικές ενώσεις που θεωρούνται καρκινογόνες), σε συγκεντρώσεις 10.000 φορές
περισσότερο από ότι στο νερό γύρω.
Πηγή: