Η Κληματίδα είναι ένα γένος αναρριχόμενων
φυτών με εντυπωσιακά άνθη. Η κληματίδα ανήκει στην οικογένεια
Ranunculaceae. Η
πλειονότητα των κληματίδων είναι αναρριχόμενες. Δύο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις είναι τα είδη C. heracleifolia και C. integrifolia που είναι ποώδη και προσαρμόζονται καλά σε κήπους με πολυετή φυτά. Υπάρχουν εκατοντάδες είδη κληματίδας παγκοσμίως,
τα περισσότερα των οποίων είναι ανθεκτικά. Ωστόσο μερικά είδη, ιδιαίτερα τα αειθαλή, αντέχουν σε ελάχιστα χαμηλές θερμοκρασίες.
Είναι δημοφιλή ανάμεσα στους κηπουρούς και είναι γνωστά πάνω από 200 είδη με ακόμα περισσότερες ποικιλίες να
δημιουργούνται συνεχώς. Τα περισσότερα είδη είναι γνωστά με το όνομα κληματίδα αλλά υπάρχουν και άλλες ονομασίες όπως
"traveller's joy"(=η χαρά του ταξιδιώτη),"old man's
beard" (=η γενειάδα του γέρου), "leather flower" (=δερμάτινο λουλούδι),
"vase vine" (=αμπέλι του ανθοδοχείου) και
"virgin's bower" (=κληματαριά της παρθένας), εκ των οποίων τα τρία τελευταία ονόματα ανήκουν σε είδη της Βορείου Αμερικής.
Η ονομασία του γένους προέρχεται από το Αρχαίο Ελληνικό "κληματίς", που σημαίνει κλαδί αμπελιού ή παρόμοιο με περικοκλάδα.
Η ονομασία "κληματίδα" προήλθε από την ελληνική λέξη κλήμα, που σημαίνει κλαδί αμπελιού ή παρόμοιο με περικοκλάδα. Είναι πιθανό ακόμα και πριν από τη χρήση του "κληματίδα", όλο το γένος ήταν γνωστό ως
atragene, που σημαίνει κροτίδα. Προφανώς όταν μεγάλα ξερά κλαδιά της C. vitalba τοποθετούνται σε μια φωτιά, η θερμότητα τα κάνει να χωρίζονται στα δύο κάνοντας ένα θόρυβο που θυμίζει κροτίδα. Παρ' όλο που στην ομάδα Atragene περιλαμβάνονται οι C.
alpina, C. macropetala και παρόμοια είδη της Βορείου Αμερικής, η ονομασία Atragene χρησιμοποιήθηκε ευθύς εξ' αρχής για την C.
vitalba. Υπάρχουν πάνω από 200 είδη και ποικιλίες που συχνά παίρνουν τις ονομασίες τους από τα είδη που κατάγονται και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Το γένος αποτελείται κυρίως από εύρωστα,
ξυλώδη, αναρριχόμενα φυτά. Οι ξυλώδεις μίσχοι είναι εύθραυστοι για αρκετά χρόνια. Τα φύλλα χωρίζονται συνήθως σε μικρότερα φυλλαράκια και μικρές σγουρές κληματίδες αναπτύσσονται γύρω από το φυτό για να υποστηρίξουν τη δομή του καθώς αυτό μεγαλώνει και αναρριχάται. Κάποια είδη είναι θαμνώδη και κάποια άλλα είναι ποώδη πολυετή. Τα είδη που ευδοκιμούν σε κρύα κλίματα είναι φυλλοβόλα, αλλά πολλά από τα είδη που βρίσκονται σε θερμά κλίματα είναι αειθαλή. Αναπτύσσονται καλύτερα όταν οι ρίζες τους βρίσκονται στη σκιά ενώ τα φύλλα τους βρίσκονται πλήρως στον ήλιο. Γενικά είναι
ασβεστόφιλα, μη ανθεκτικά σε όξινα εδάφη που μεγαλώνουν σε περιοχές πλούσιες σε ασβεστόλιθο καθώς και
σε άλλα αλκαλικά εδάφη.
Παρόλο που είναι γνωστά σαν ανθοφόρα φυτά, τα πραγματικά συμπλέγματα των
ανθέων είναι στην ουσία πολύ μικρά. Τα μέρη που φαίνονται είναι σέπαλα, τα οποία μοιάζουν με πολύχρωμα πέταλα λουλουδιών. Τα άνθη και τα σέπαλα τελικά πέφτουν, αφήνοντας χνουδωτές συστάδες από σπόρους με ουρές. Η εποχή και η τοποθεσία των λουλουδιών ποικίλει. Την άνοιξη η κληματίδα ανθοφορεί πάνω στους μίσχους της προηγούμενης χρονιάς, το καλοκαίρι/φθινόπωρο ανθοφορεί μόνο στις άκρες των νέων μίσχων και οι κληματίδες που έχουν δύο ανθοφορίες, κάνουν και τα δύο σε αντίστοιχες περιόδους.
Τα είδη της κληματίδας βρίσκονται σε μικρές περιοχές και στα δύο ημισφαίρια, καθώς επίσης και σε βουνά με τροπικό κλίμα. Τα φύλλα της κληματίδας είναι τροφή για κάμπιες από κάποια είδη Λεπιδόπτερων.
Υπήρχε μικρό ενδιαφέρον για τις κληματίδες μέχρι τη δεκαετία του 1850, όταν πολλές διασταυρώθηκαν και βελτιώθηκαν. Φυτά από την Ιαπωνία και την Κίνα αποτέλεσαν προγόνους για πολλά υβρίδια. Πολλά αναπτύχθηκαν σε εύφορα εδάφη στη Βρετανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία περίπου μέχρι τη δεκαετία του 1980. Στην πραγματικότητα, περισσότερες νέες ποικιλίες αναγνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, παρά σε οποιαδήποτε άλλη στη ιστορία και σήμερα μεγαλώνουν πολλές κληματίδες που προέρχονται από τότε. Η πρώτη παραγωγή υβριδίων στη Βρετανία στη δεκαετία του 1860 ήταν
τα φυτώρια Jackman, τα οποία παρήγαγαν το είδος C. x jackmanii (1862), που είναι ακόμα και σήμερα το πιο γνωστό είδος κληματίδας.
Στη δεκαετία του 1880, το ενδιαφέρον για την κληματίδα εξασθένησε. Όσοι παρήγαγαν υβρίδια, ξέμειναν από ιδέες και η "επιδημία" αυτή έβαλε φρένο στην καλλιέργεια. Σήμερα, το ενδιαφέρον για τις κληματίδες έχει αναζωπυρωθεί, πιο συγκεκριμένα για είδη με μικρά άνθη, ανθεκτικά στις καιρικές συνθήκες και στις ασθένειες.
Η κληματίδα ονομάστηκε, πολλά χρόνια πριν, αμπέλι του πιπεριού από ταξιδιώτες και
πρώτους αποίκους της Παλιάς Αμερικανικής Δύσης, και χρησιμοποιήθηκε σαν υποκατάστατο πιπεριού για να νοστιμίσει τα φαγητά από τότε που το αυθεντικό μαύρο πιπέρι
(Piper nigrum) ήταν πολύ ακριβό και δυσεύρετο μπαχαρικό. Ολόκληρο το γένος περιέχει αιθέρια έλαια και συστατικά που προκαλούν ερεθισμούς στο δέρμα και σε
βλεννογόνους. Αντίθετα όμως με το μαύρο πιπέρι ή το κόκκινο
(Capsicum) οι ουσίες της κληματίδας προξενούν εσωτερικές αιμορραγίες στο στομάχι, αν καταναλωθούν σε μεγάλες ποσότητες. Τα φυτά είναι ιδιαίτερα τοξικά. Παρά την τοξικότητά τους, οι γηγενείς Αμερικανοί χρησιμοποιούσαν πολύ μικρές ποσότητες κληματίδας σαν μία αποτελεσματική θεραπείας για τις ημικρανίες και για νευρικές διαταραχές. Χρησιμοποιήθηκε, επίσης, και σαν αποτελεσματική θεραπεία σε δερματικές μολύνσεις.
Πηγή:
http://en.wikipedia.org/wiki/Clematis
http://ohioline.osu.edu/hyg-fact/1000/1247.html
http://www.herbs2000.com/flowers/c_history.htm
http://www.homeofclematis.net/html/in_01.htm