|
Ρετσινολαδιά -
Ricinus communis
|
Ρετσινολαδιά -
Ricinus communis
Η ρετσινολαδιά, ή αλλιώς Ρίκινος ο κοινός (Ricinus communis), είναι ένα φυτό που ανήκει
στην οικογένεια Euphorbiaceae, είναι το αποκλειστικό μέλος του γένους Ricinus και της υποοικογένειας Ricininae.
Η Ρετσινολαδιά μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 2 ή και 3 μέτρα σε ένα χρόνο κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες.
Τα φύλλα της είναι γυαλιστερά και έχουν μήκος 15-45 εκ.,
έχουν μεγάλους μίσχους, είναι λοβωτά και
οδοντωτά στις άκρες. Το χρώμα τους ποικίλει από σκούρο πράσινο, κάποιες φορές ελαφρά κοκκινωπό, σε σκούρο μωβ-κόκκινο ή χάλκινο.
Τα κοτσάνια και τα σφαιρικά, ακανθώδη περικάρπια ποικίλουν επίσης στους χρωματισμούς. Οι καρποί είναι πιο εντυπωσιακοί από τα άνθη.
Τα αρσενικά άνθη είναι κιτρινοπράσινα με στήμονες που προεξέχουν
από αβάλ σπίδακες μήκους 15 εκατοστών. Τα
θηλυκά άνθη βγαίνουν πάνω στις κορυφές από
τους σπίδακες και έχουν κόκκινο στίγμα. Ο καρπός είναι μια ακανθώδης πρασινωπή κάψουλα με μεγάλους οβάλ, γυαλιστερούς και άκρως δηλητηριώδεις σπόρους, παρόμοιους στην όψη με φασόλια.
Το όνομα Ricinus είναι η λατινική λέξη για το τσιμπούρι. Οι σπόροι έχουν ονομαστεί έτσι γιατί έχουν σημάδια και ένα εξόγκωμα στην άκρη το οποίο μοιάζει με ορισμένα τσιμπούρια. Η λαϊκή ονομασία
"castor oil" (καστορέλαιο) προέρχεται από την
χρήση του ελαίου το φυτού σαν
υποκατάστατο του castoreum, το οποίο είναι ένα
συστατικό αρωματοποιίας που προέρχεται από
ζωικούς αδένες του ζώου κάστορας). Έχει άλλη μία λαϊκή ονομασία, λέγεται και Παλάμη του Χριστού (ή Palma Christi), που προέρχεται από την ιδιότητά του να επουλώνει πληγές και να γιατρεύει χρόνιες ασθένειες.
Παρόλο που το φυτό είναι ενδημικό της νοτιοανατολικής περιοχής της Μεσογείου, της Ανατολικής Αφρικής και της Ινδίας, στις μέρες μας είναι ευρύτατα διαδεδομένο σε όλες τις τροπικές περιοχές. Το φυτό εγκαθιστά τον εαυτό του εύκολα σαν ένα οποιοδήποτε ενδημικό φυτό και μπορεί συχνά να βρεθεί σε άγονα εδάφη. Στην Αιθιοπία καλλιεργείται. Επίσης χρησιμοποιείται αρκετά και σαν διακοσμητικό φυτό στα πάρκα και άλλους δημόσιους χώρους, ειδικότερα ως "σημάδι" σε
παραδοσιακά παρτέρια. Η κόκκινη ποικιλία χρησιμοποιείται σαν
καλλωπιστικό ενώ η άσπρη χρησιμοποιείται θεραπευτικά.
Οι περισσότεροι κηπουροί καλλιεργούν τις ρετσινολαδιές σε μικρές "ομάδες" ικανές για να αποτελέσουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα που θα δώσει μια τροπική νότα. Πρόκειται για ένα μεγάλο φυτό "χοντροκομμένο" στην όψη, που φυτρώνει πολύ γρήγορα, σε διάστημα μιας εποχής, και προσφέρεται για να γεμίσει μεγάλες περιοχές ή να διαμορφώσει προσωρινά ανοικτούς χώρους. Στις περιοχές με ήπιο ή θερμό κλίμα
φυτεύονται σε μπορντούρες ή ακανόνιστα
στις άκρες των κήπων για να εγκλιματιστούν. Στα πολύ ψυχρά κλίματα, η ρετσινολαδιές είναι ο καλύτερος τρόπος να δημιουργήσει κανείς το εφέ του τροπικού κλίματος γύρω από μια πισίνα ή βεράντα.
Ο σπόρος της
ρετσινολαδιάς λέγεται "castor bean" (bean:φασόλι) όμως παρά το όνομά του δεν πρόκειται για κανονικό φασόλι.
Οι σπόροι του φυτού είναι πηγή του καστορέλαιου
(ρετσινόλαδου), που έχει μεγάλη χρηστική ποικιλία. Περιέχουν 40% με 60% λάδι πλούσιο σε τριγλυκερίδια, κυρίως
ρκινολεΐνη. Ο φλοιός των σπόρων περιέχει
ρικίνη, ένα δηλητήριο που εντοπίζεται επίσης, σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις, σε όλο το φυτό για
το οποίο δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο.
Η τοξικότητα των ωμών σπόρων του φυτού είναι ευρέως γνωστή και αναφορές από
δηλητηριάσεις είναι σχετικά σπάνιες, αν και ένας μόνος σπόρος αρκεί για να σκοτώσει οποιονδήποτε άνθρωπο και τέσσερις μπορούν να σκοτώσουν άλογο.
Η χρήση καστορέλαιου από τους Αιγυπτίους αναφέρεται στην ιστορία του Ηροδότου, ο οποίος σχολιάζει τη χρήση ελαίου από τους καρπούς του Ricinus communis (ο ίδιος το αποκαλεί Κίκι) για φωτισμό, για επάλειψη του σώματος και για τη βελτίωση της υφής και της ανάπτυξης των μαλλιών. Σπόροι του Ricinus communis έχουν ανακαλυφθεί σε αιγυπτιακούς τάφους, χρονολογούμενους από το 4000 π.Χ.
Θεωρείται πως η Κλεοπάτρα το χρησιμοποιούσε για να λευκάνει το άσπρο των ματιών της. μια αρχαία αιγυπτιακή ιατρική διατριβή
(the Ebers Papyrus) που χρονολογείται από το 1552 π.Χ. και μεταφράστηκε το 1872, περιγράφει το ρετσινόλαδο ως καθαρτικό.
Στην Ινδία χρησιμοποιείται ήδη από τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. σε λυχνίες και ως υπακτικό. Επίσης έχει μακρά παράδοση χρήσης στην Κίνα, όπου οι ιατροί το χορηγούσαν σε νόσους των εσωτερικών οργάνων και ακόμη
το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική.
Στη φασιστική Ιταλία το καθεστώς του Μπενίτο Μουσσολίνι χρησιμοποίησε την υποχρεωτική κατάποση ρετσινόλαδου ως μέσο πολιτικής τρομοκρατίας. Οι αντιφρονούντες υποχρεώνονταν να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες ρετσινόλαδου από τους παρακρατικούς μελανοχιτώνες, πρακτική, που φέρεται να εμπνεύστηκε ο ποιητής Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο. Τα θύματα αυτού του βασανιστηρίου παρουσίαζαν έντονη διάρροια και αφυδάτωση, που συχνά οδηγούσαν στο θάνατο.
Ορισμένες φορές, όταν οι μελανοχιτώνες επιθυμούσαν να βεβαιωθούν ότι το θύμα τους θα πέθαινε,
αναμίγνυαν το ρετσινόλαδο με βενζίνη. Χαρακτηριστικά λεγόταν ότι η ισχύς του Μουσσολίνι στηριζόταν "στο ρόπαλο και το ρετσινόλαδο".
Σε πρώιμους πολιτισμούς χρησιμοποιούνταν σε τελετές θυσιών, προς ευχαρίστηση των θεών.
Στην Βραζιλία οι ρετσινολαδιές αφθονούν. Τα παιδιά συχνά χρησιμοποιούν τους καρπούς
("Mamonas" όπως λέγονται) για να παίζουν με τις σφεντόνες τους. Είναι ότι πιο κατάλληλο
γιατί έχουν το σωστό βάρος, μέγεθος και σκληρότητα. Το λάδι των καρπών χρησιμοποιείται πλέον και για την παραγωγή
βιοντήζελ στις φτωχές αγροτικές περιοχές της χώρας.
Η παγκόσμια παραγωγή ρετσινόλαδου ανέρχεται περίπου σε 1εκ. τόνους το χρόνο. Οι περιοχές με την μεγαλύτερη παραγωγή είναι η Ινδία (πάνω από 60% της παγκόσμιας σοδειάς), η Κίνα και η Βραζιλία. Υπάρχουν διάφορα ενεργά προγράμματα καλλιέργειας.
Ο σπόρος περιέχει 35-55% φαγώσιμου λαδιού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα. Είναι επίσης μια πλούσια πηγή φωσφόρου, του οποίου το 90% βρίσκεται
σε φυτική μορφή.
Ο σπόρος περιέχει 35-55% καθαρού λαδιού. Εκτός από τη μαγειρική του χρήση, είναι και συστατικό σαπουνιών, γυαλιστικών, χρωμάτων και παγίδων για τις μύγες. Επιπλέον χρησιμοποιείται ως λιπαντικό αλλά και για φωτισμό και ως συστατικό στα καύσιμα συγκεκριμένων μηχανών.
Το λάδι έχει undecylenic οξύ, μια πολύ ισχυρή χημική ουσία για τους δερματικούς μύκητες.
Χρησιμοποιείται στη φαρμακοβιομηχανία, στην κοσμετολογία και την αρωματοποιία, καθώς και στα αντιπυτιριδικά σαμπουάν.
Το λάδι χρησιμοποιείται σε υφάσματα για πανωφόρια και άλλα προστατευτικά σκεπάσματα, στη βιομηχανία υψηλής ποιότητας λιπαντικών, διάφανης μελάνης για γραφομηχανές και εκτυπωτές, στην υφαντουργική βαφή και στην παραγωγή νήματος
'Rilson', ένα είδος
νάιλον νήματος.
Το υδρογονομένο λάδι αξιοποιείται στη βιομηχανία γυαλιστικών, λαδοπαστέλ, καρμπόν, κεριών
κοινών και διακοσμητικών. Από τα κοτσάνια φτιάχνεται ένα νήμα κατάλληλο για σχοινιά. Το
φυτό όταν βρίσκεται κάπου φυτεμένο λέγεται πως απωθεί τις μύγες και τα κουνούπια. Όταν καλλιεργείται σε κήπους λέγεται ότι τους
απαλλάσσει από τυφλοπόντικες και έντομα. Τα φύλλα έχουν εντομοκτόνες ιδιότητες. Η κυτταρίνη από τα κοτσάνια χρησιμοποιείται στην παραγωγή χαρτιών, χαρτονιών κλπ.
Πηγή:
http://en.wikipedia.org/wiki/Castor_bean
http://www.floridata.com/ref/R/rici_com.cfm
http://www.pfaf.org/database/plants.php?Ricinus+communis