Το γένος Mignonette (Reseda) είναι ένα γένος με ποώδη αρωματικά φυτά, ενδημικά στην περιοχή της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας, από τα Κανάρια Νησιά και την ανατολική Ιβηρία μέχρι την βορειοδυτική Ινδία. Στα είδη του περιλαμβάνονται μονοετή, διετή και πολυετή φυτά, που φθάνουν σε ύψος από 40 μέχρι 130 εκατοστά. Τα φύλλα σχηματίζουν ένα βασικό ρόδακα στο επίπεδο του εδάφους και ανεβαίνουν μέχρι το στέλεχος τοποθετημένα σε ελικοειδή μορφή. Μπορούν να είναι ολόκληρα, οδοντωτά ή πτεροειδή (σαν ψαροκόκαλο) και το μήκος τους κυμαίνεται από 1 μέχρι 15 εκατοστά. Τα άνθη σχηματίζουν μια λεπτή, ντελικάτη ανθοταξία, σαν στάχυ. Η διάμετρος κάθε άνθους δεν ξεπερνά τα 4 με 6 χιλιοστά, διαθέτει τέσσερα με έξι πέταλα και το χρώμα τους μπορεί να είναι άσπρο, κίτρινο, πορτοκαλί ή πράσινο. Ο καρπός είναι μια μικρή, ξερή κάψουλα και περιέχει αρκετούς σπόρους.
Τα άνθη του φυτού Mignonette είναι εξαιρετικά αρωματικά. Καλλιεργείται για το θεσπέσιο άρωμα των λουλουδιών του και χρησιμοποιείται σε συνθέσεις λουλουδιών, σε αρώματα και σε ποτ πουρί. Μια αγαπημένη βικτωριανή συνήθεια ήταν να καλλιεργείται σε γλάστρες και σε ζαρντινιέρες, για να αρωματίζεται ο αέρας της πόλης. Χρησιμοποιήθηκε ως κατασταλτικό και για να θεραπεύει μώλωπες κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Το πτητικό του έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.
Η Reseda odorata (Ρεζεντά η εύοσμη) είναι ένα είδος ανθοφόρων φυτών της οικογένειας
ρεζεδιδών (Reseda), γνωστή με πολλά κοινά ονόματα, όπως
Ρεζεντά ή Μινιονέτα του κήπου. Είναι μάλλον ενδημικό φυτό στη λεκάνη της Μεσογείου, αλλά μερικές φορές μπορεί να βρεθεί αναπτυσσόμενη σε άγρια κατάσταση, ως εισβολέας, σε πολλά μέρη του κόσμου, όταν οι σπόροι του δραπετεύουν από τους κήπους. Είναι γνωστό και καλλιεργείται εδώ και πολύ καιρό ως καλλωπιστικό για τα ευωδιαστά άνθη του και το αιθέριο έλαιό του, που χρησιμοποιείται σε αρώματα. Πρόκειται για μία ετήσια πόα που παράγει όρθια διακλαδούμενα στελέχη με 80 εκατοστά μέγιστο ύψος. Το άνθος είναι ένας βότρυς (σαν τσαμπί) με πολλά ευωδιαστά άνθη. Κάθε άνθος έχει έξι λευκά έως κιτρινωπά ή πρασινωπά πέταλα, που το καθένα από αυτά χωρίζεται σε τρεις στενούς και μακρόστενους σαν δάχτυλο λοβούς. Στο κέντρο του άνθους υπάρχουν μέχρι 25 περίπου στήμονες με απόληξη έναν μεγάλο πορτοκαλί ανθήρα που ταλαντεύεται δελεαστικά.
Η αναπαραγωγή τού φυτού γίνεται με σπόρο, απευθείας στην επιφάνεια τού εδάφους στον κήπο ή στην παρυφή του γκαζόν. Το φυτό δεν ανταποκρίνεται πάντα καλά στις μεταφυτεύσεις και προτιμά να μην μετακινηθεί μετά τη σπορά.
Η Reseda lutea (lutea=κίτρινη) ή Wild Mignonette είναι ένα αρωματικό ποώδες φυτό. Οι ρίζες του χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή μιας κίτρινης χρωστικής ουσίας που ονομάζεται «weld» δηλ. με συγκολλητικές ιδιότητες,
αν και το συγγενικό είδοςReseda luteola
χρησιμοποιήθηκε πολύ περισσότερο γι' αυτόν
τον σκοπό . Η κίτρινη χρωστική ουσία εξάγεται από τις ρίζες τού φυτού R. luteola από την πρώτη ήδη χιλιετία π.Χ., ίσως και νωρίτερα σε σχέση με την κυανή χρωστική ουσία από το φυτό ίσατις η βαφική (woad) και το αλιζάρι - ερυθρόδανο (madder). Η χρήση αυτής της βαφής σταμάτησε στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν εμφανίστηκαν φθηνότερες συνθετικές βαφές σε κίτρινο χρώμα.
Είναι ενδημικό φυτό της Ευρασίας και της Βόρειας Αφρικής, αλλά εμφανίζεται και σε άλλες ηπείρους, ως εισβολέας και ως ένα κοινό ζιζάνιο. Στην Αυστραλία
θεωρείται βλαβερό ζιζάνιο και παράσιτο των γεωργικών καλλιεργειών.
Άλλα κοινά ονόματα είναι ρεζεντά η κίτρινη,
ώχρα, ώχρηστα, γαιϊδουρόχορτο (R. luteola).
Ο πλησιέστερος άγριος συγγενής της Reseda odorata είναι η Reseda phyteuma L.,
της οποίας η ενδημική εμβέλεια εκτείνεται στην περιοχή της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων των χωρών Αλγερία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Ισπανία, Νότια Γαλλία, την Ιταλία και τα Βαλκάνια. Σε αυτές τις χώρες, θεωρείται ένα μικρό ζιζάνιο που φυτρώνει στο καθαρό έδαφος, έχοντας όμως χαμηλή ικανότητα να ανταγωνιστεί με τις καλλιέργειες.
Το Reseda odorata εισήχθη στην Αγγλία γύρω στο 1750 (Miller 1754), και μέσα σε μια δεκαετία είχε γίνει τόσο δημοφιλές που ο Miller (1759) ανέφερε ότι οι αδίστακτοι
πωλητές σπόρων προμήθευαν το R. phyteuma ως υποκατάστατο. Ωστόσο, έκανε επίσης την ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι ορισμένοι κηπουροί πίστευαν πως τα φυτά τους είχαν εκφυλιστεί σε μια άοσμη φόρμα, για πολλές γενιές.
Από τους Abdallah & De Wit (1978) προτάθηκε για πρώτη φορά ότι το R. odorata είναι ένα εξημερωμένο παράγωγο του phyteuma R., και διατύπωσαν την άποψη ότι οι πρώτοι καλλιεργητές διαπίστωσαν την ανθεκτικότητα τού φυτού R. phyteuma στους κήπους τους και προοδευτικά το
επέλεγαν για όλο και πιο ελκυστικά άνθη και ένα πιο έντονο άρωμα. Αυτή η διαδικασία εξημέρωσης πιστεύεται ότι είχε εμφανιστεί γύρω από την Αίγυπτο και τη Λιβύη, καθώς
συμπλέγματα από τα φυτά Reseda odorata και phyteuma καλλιεργούνται στους αιγυπτιακούς ανθόκηπους από την Ρωμαϊκή περίοδο.
Αναφέρεται ότι στην Αρχαία Αίγυπτο το φυτό αυτό ήταν ένα
από τα άνθη που στόλιζαν τα κρεβάτια στους τάφους όπου τοποθετούσαν τις μούμιες και το θεωρούσαν ότι είχε καταπραϋντικές ιδιότητες. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία απόδειξη της χρήσης τους σε παλαιότερες εποχές: δεν υπάρχει κανένα φυτό που να μοιάζει με το Reseda στους ενδελεχείς έλεγχους των αρχαιολογικών δεδομένων για την αρχαία αιγυπτιακή κηπουρική και ανθοκομία από τον Manniche (1989) ή τον Kantor (1999). Από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. ήταν ευρέως καλλιεργούμενα για το άρωμά τους στους Ρωμαϊκούς και Ελληνιστικούς κήπους γύρω από τη Μεσόγειο. Το φυτό phyteuma που αναφέρεται από τον Διοσκουρίδη ως αφροδισιακό, πιθανό να είναι το Reseda phyteuma, το οποία έχει ένα αμυδρό μοσχοβολιστό άρωμα, που θυμίζει τη φερορμόνη ανδροστερόνη των θηλαστικών. Ο Πλίνιος περιέγραψε ένα φυτό πολύ διαδεδομένο σε καλλιέργεια για το αφροδισιακό άρωμά του, το οποίο χρησιμοποιούνταν επίσης στη θεραπεία μωλώπων - για το λόγο αυτό του έδωσε τη λατινική ονομασία reseda, που σημαίνει θεραπευτής ή αποκαταστάτης.
Πηγή: