|
Ζαχαροκάλαμο
(Saccharum officinarum). Φύλλα και άνθη
|
Ζαχαροκάλαμο - Saccharum officinarum
Το Saccharum officinarum ή ζαχαροκάλαμο είναι ένα μεγάλο είδος
ποώδους φυτού, με ισχυρή ανάπτυξη, που ανήκει στο γένος Saccharum, της οικογένειας Poaceae. Προέρχεται από την νοτιοανατολική Ασία, αλλά πλέον καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο σε τροπικές και υποτροπικές χώρες, για την παραγωγή ζάχαρης και άλλων προϊόντων.
Καλλιεργείται εκτεταμένα, παρέχοντας περίπου το 70% της ζάχαρης στον κόσμο. Η ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο δίνει τον υψηλότερο αριθμό θερμίδων ανά μονάδα επιφάνειας της καλλιέργειας του κάθε φυτού.
Η πιθανότερη περιοχή προέλευσης του ζαχαροκάλαμου είναι η Νέα Γουινέα, που μεταφέρθηκε στην Αμερική από τον εξερευνητή Χριστόφορο Κολόμβο στη δεύτερη αποστολή του, το 1493. Το ζαχαροκάλαμο σήμερα καλλιεργείται σε περισσότερες από 70 χώρες, κυρίως στις τροπικές περιοχές, αλλά και σε ορισμένες υποτροπικές περιοχές.
Το ζαχαροκάλαμο καλλιεργείται στη νοτιοδυτική Ευρώπη, την Αφρική, την εύκρατη Ασία, την τροπική Ασία, την Αυστραλία, τον Ειρηνικό, τις νοτιοανατολικές ΗΠΑ, το Μεξικό και τη Νότια Αμερική. Στη Νέα Γουινέα καλλιεργείται από το 6000 π.Χ., ενώ, από το 1000 π.Χ. περίπου άρχισε να εξαπλώνεται σταδιακά δια μέσου των οδών αποδημίας του ανθρώπου στην Ασία και την ινδική υποήπειρο. Η Ινδία και η Βραζιλία παράγουν περίπου τη μισή ποσότητα από την παγκόσμια παραγωγή ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο.
Η λέξη «ζάχαρη» θεωρείται ότι προέρχεται από την αρχαία σανσκριτική
λέξη «sharkara».
Το S. officinarum είναι ένα πολυετές φυτό αναπτυσσόμενο κατά συστάδες, που αποτελούνται από γερά και μη διακλαδισμένα στελέχη. Πρόκειται για ένα ψηλό χόρτο
(πόα), που μοιάζει μάλλον σαν καλάμι μπαμπού Το ρίζωμα σχηματίζει κάτω από το χώμα ένα δίκτυο, απ' όπου ξεκινούν δευτερεύοντες βλαστοί, κοντά στο μητρικό φυτό.
Τα στελέχη ποικίλλουν στο χρώμα, από πράσινο μέχρι ροζ ή μοβ και φτάνουν τα 5 μέτρα σε ύψος.
Τα στελέχη Οι βλαστοί διατρέχονται από αρμούς, ρόζους που εμφανίζονται στις βάσεις των εναλλασσόμενων φύλλων. Αυτά τα μεσογονάτια περιέχουν στο εσωτερικό τους μια ινώδη άσπρη ψίχα.
Τα παχύτερα κοτσάνια είναι κοινώς γνωστά ως «thick» ή «εnoble» καλάμια, λόγω των ψηλών, όμορφων και πολύχρωμων κλαδιών.
Τα πράσινα φύλλα είναι επιμήκη και γραμμικά, έχουν παχιά κεντρική νεύρωση, είναι πριονωτά, με μήκος από
70 έως 150 εκατοστά και πλάτος 5 εκατοστά περίπου. Φυτρώνουν εναλλάξ στο στελέχους, είναι βαριά και η βάση κάθε φύλλου περιβάλλει το στέλεχος. Η άκρη της ταξιανθίας είναι μια φόβη (βοτρυοστάχυς) μήκους 60 εκατοστών με λοφίο ροζ, πιο πλατύ στη βάση που λεπταίνει σταδιακά προς την κορυφή. Τα άνθη εμφανίζονται στο πλαϊνό των κλαδιών, είναι περίπου τριών χιλιοστών και κρύβονται από τούφες μακριών, μεταξένιων μαλλιών.
Ο καρπός είναι μια μακρόστενη καρύοψη, δηλ. καρπός που δεν ανοίγει, ξηρός, με μικρές διαστάσεις (1.5 χιλιοστό) και αποτελείται από ένα σπέρμα τυλιγμένο με λεπτό περικάρπιο.
Η συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου γίνεται τυπικά πριν από την άνθηση, καθώς η διαδικασία ανθοφορίας προκαλεί μείωση στην περιεκτικότητα τής ζάχαρης.
Το ζαχαροκάλαμο
καλλιεργήθηκε αρχικά στη νοτιοανατολική Ασία και στον Ειρηνικό με αποκλειστικό σκοπό τη μάσηση.
Αφαιρούσαν την εξωτερική φλούδα και μασούσαν ή ρουφούσαν τον εσωτερικό ιστό. Η παραγωγή ζάχαρης με βράσιμο του χυμού από το ζαχαροκάλαμο συντελέστηκε για πρώτη
φορά στην Ινδία, πιθανότατα κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας π.Χ.
Το S. officinarum και τα υβρίδιά του καλλιεργούνται για παραγωγή ζάχαρης, αιθανόλης και
διάφορων βιομηχανικών χρήσεων, στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές σε όλο τον κόσμο.
Τα αγνά και εξευγενισμένα σάκχαρα που εξάγονται σε όλο τον κόσμο έχουν χρήση σε γλυκά και αλμυρά πιάτα, σε επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά και στη συντήρηση φρούτων και κρέατος. Μπορούν επίσης, να συμπιεστούν σε κύβους ζάχαρη ή να γίνουν σιρόπι. Αυτή η λευκή ζάχαρη μπορεί να υποβληθεί σε περαιτέρω επεξεργασία (να τριφτεί σε λεπτή σκόνη) για να γίνει ζάχαρη άχνη, η οποία χρησιμοποιείται σε γλυκά, στην αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική.
Σήμερα, αυτή η γλυκαντική ουσία θεωρείται ένα πολύ αξιόλογο
τρόφιμο και γλυκαντικό, που χρησιμεύει και ως ένα εδώδιμο συντηρητικό. Τα ανόθευτά και εξευγενισμένα σάκχαρα παράγονται με θέρμανση, μετά την αφαίρεση των ακαθαρσιών, κρυσταλλώνοντας το χυμό του ζαχαροκάλαμου, που αποτελείται κυρίως από σακχαρόζη.
Στην Ινδία, οι νεαροί βλαστοί του ζαχαροκάλαμου μερικές φορές μαγειρεύονται στον ατμό και ψήνονται ως λαχανικό.
Όπως δηλώνει και το όνομά του officinarum (φαρμακείου),
το ζαχαροκάλαμο έχει επίσης φαρμακευτική χρήση στην παραδοσιακή ιατρική, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.
Στη νότια Ασία, έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία πολλών ασθενειών, από τη δυσκοιλιότητα μέχρι το βήχα, αλλά και εξωτερικά για την αντιμετώπιση προβλημάτων του δέρματος. Τόσο οι ρίζες όσο και οι μίσχοι χρησιμοποιούνται στην Αγιουβέρδα ιατρική για τη θεραπεία λοιμώξεων του δέρματος και του ουροποιητικού συστήματος, για βρογχίτιδα, καρδιακές παθήσεις, απώλεια της παραγωγής γάλακτος, βήχα, αναιμία και δυσκοιλιότητα. Κάποια κείμενα συμβουλεύουν τη χρήση του για ίκτερο και χαμηλή αρτηριακή πίεση.
Η πάστα της ζάχαρης έχει μεγάλη εξάπλωση στην κάλυψη πληγών για τη γρήγορη επούλωσή τους.
Χρησιμοποιείται επίσης στην αποτρίχωση, μια πρακτική που πιστεύεται ότι χρονολογείται από τους αρχαίους Αιγυπτίους. Μια ζεστή πάστα από ζάχαρη, νερό και χυμό λεμονιού εφαρμόζεται στο δέρμα. Ύστερα λωρίδες υφάσματος πιέζονται επάνω στην πάστα και αποτραβιούνται απότομα, αφαιρώντας μαζί και τις τρίχες. Η ζάχαρη χρησιμοποιείται επίσης στη σαπωνοποιία και ως scrub για απολέπιση του δέρματος.
Τα κοτσάνια και τα παραπροϊόντα που προκύπτουν από τη βιομηχανία ζάχαρης χρησιμοποιούνται ως
ζωοτροφή. Οι χοίροι που τρέφονται με χυμό ζαχαροκάλαμου και ένα συμπλήρωμα πρωτεΐνης σόγιας, γεννούν πιο γερά γουρουνάκια που μεγαλώνουν ταχύτερα σε σχέση με εκείνα που ακολουθούν μια πιο συμβατική διατροφή.
Ένα υποπροϊόν της διύλισης ζάχαρης είναι η μελάσα, η οποία είναι ένα σκούρο, σιροπιαστό προϊόν που χρησιμοποιείται στην παρασκευή βρώσιμων σιροπιών και πολλών βιομηχανικών προϊόντων. Χρησιμοποιείται σε ζωοτροφές, λιπάσματα, ακόμη και ως προσθήκη στον καπνό του ναργιλέ, όπως και σε κάποια τσιγάρα. Η μελάσα, μαζί με χυμό ζαχαροκάλαμου και άλλα υποπροϊόντα της παραγωγής ζάχαρης, μπορεί να υποστεί ζύμωση και στη συνέχεια να
αποσταχθεί για να παραχθεί ρούμι.
Επίσης, από μελάσα μπορεί να παραχθεί καθαρής αλκοόλη (αιθανόλη), που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ξιδιού, καλλυντικών, φαρμακευτικών προϊόντων, παρασκευάσματα καθαρισμού, διαλύτες και επιχρίσματα (επικαλυπτικά). Η αιθανόλη που παράγεται με αυτόν τον τρόπο (βιοαιθανόλη) χρησιμοποιείται ευρέως στη Βραζιλία και στις ΗΠΑ ως καύσιμο κινητήρων, ένα τμήμα του κινήματος για χρήση βιώσιμων εναλλακτικών λύσεων ενάντια στη βενζίνη. Άλλα προϊόντα που παράγονται από τη
μελάσα είναι βουτανόλη και γαλακτικό οξύ (διαλύτες), κιτρικό οξύ (που χρησιμοποιείται σε τρόφιμα και ποτά) και γλυκερόλη.
Πηγή:
https://en.wikipedia.org/wiki/Saccharum_officinarum
http://www.kew.org/science-conservation/plants-fungi/
saccharum-officinarum-sugar-cane