|
Μανούκα
(Leptospermum scoparium). Άνθη και καρποί.
|
Μανούκα - Τσαγιόδεντρο Νέας Ζηλανδίας - Leptospermum scoparium
Το Leptospermum scoparium, που κοινώς ονομάζεται
Μανούκα (Manuka), μυρτιά manuka, τσαγιόδεντρο της Νέας Ζηλανδίας, tea-tree σκούπα ή απλά δέντρο τσαγιού, είναι ένα είδος ανθοφόρου
φυτού μυρτιάς στην οικογένεια Myrtaceae, ενδημικό στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία.
Είναι ένα δέντρο τύπου θάμνου, αρκετά παραγωγικό και συχνά ένα από τα πρώτα είδη για την ανάπλαση γυμνής γης. Συνήθως, ένας θάμνος φτάνει σε 2-5 μέτρα ύψος, αλλά μπορεί να μεγαλώσει σαν ένα μεσαίου μεγέθους δέντρο, φτάνοντας τα 15 μέτρα ύψος ή ακόμη παραπάνω. Είναι αειθαλές, με πυκνή διακλάδωση και μικρά φύλλα μήκους 7-20 χιλιοστών και πλάτους 2-6
χιλιοστών, με μια βραχεία άκανθο στην απόληξή τους.
Τα φύλλα δίνουν ένα ωραίο και έντονο άρωμα όταν συνθλίβονται. Ο καφέ φλοιός κάθεται χαλαρά στον κορμό και τα κλαδιά σχηματίζουν μακριές λωρίδες. Τα άνθη είναι λευκά, περιστασιακά ροζ, διαμέτρου 8-15 χιλιοστών (σπάνια έως 25 χιλιοστά), με πέντε πέταλα, που συνήθως ανθίζουν την άνοιξη και το καλοκαίρι. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (έχουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα) και γονιμοποιούνται από έντομα.
Οι κάψουλες των σπόρων είναι καφέ και ξυλώδεις - ο σπόρος ωριμάζει από τα τέλη του φθινοπώρου, αλλά μένει μέσα στα σκληρά καψάκια μέχρι και τον επόμενο καλοκαίρι. Ο πολύ ελαφρύς σπόρος του Manuka παράγεται σε αφθονία και διασκορπίζεται με τον άνεμο. Σπέρνεται όταν είναι φρέσκος, διατηρείται σε ενδιάμεσες συνθήκες, δηλαδή όχι περισσότερο από 20 ° C και πρέπει να φυτρώσει μέσα σε 10 ημέρες.
Αυτό το είδος συχνά συγχέεται με το στενά συγγενικό είδος kanuka
(Kunzea ericoides). Ο ευκολότερος τρόπος διαχωρισμού των δύο ειδών είναι η αίσθηση του φύλλωμά τους). Τα φύλλα manuka είναι σαν της φραγκοσυκιάς, ενώ τα φύλλα kanuka είναι μαλακά. Το ξύλο είναι σκληρό και γερό. Το φυτό Manuka συγγενεύει με το αυστραλιανό «δέντρο τσαγιού»
(Melaleuca alternifolia) και έχουν και τα δύο πολλές φαρμακευτικές χρήσεις.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι το L. scoparium προέρχεται από την Αυστραλία πριν από την έναρξη της ξηρασία του Μειόκαινου (της Νεογενούς Περιόδου), ενώ σχετικά πρόσφατη είναι η διασπορά του από την ανατολική Αυστραλία στη Νέα Ζηλανδία. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι κατά την άφιξή του στη Νέα Ζηλανδία, το L. scoparium εγκαταστάθηκε σε περιορισμένες περιοχές, εδαφικά κατάλληλες, μέχρι την άφιξη των Πολυνήσιων, των οποίων η φωτιά και η δασική τους επέμβαση είχε ως αποτέλεσμα εδάφη με χαμηλή περιεκτικότητα θρεπτικών συστατικών, κατάσταση για την οποία ήταν προδιατεθειμένο το φυτό από την πατρίδα του. Συναντάται πλέον σε όλη τη Νέα Ζηλανδία, αλλά πιο συχνά στις ξηρότερες ανατολικές ακτές των Βορείων και Νοτίων Νήσων, καθώς και στην Αυστραλία στην Τασμανία, τη Βικτώρια και τη Νέα Νότια Ουαλία. Μπορεί να βρεθεί σε πολλές διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος (θέσεις για να ζήσει), όπως υδροβιότοποι, χαλίκια ποταμών και ξηρές πλαγιές. Όταν ωριμάσει, είναι πολύ ανεκτικό στην ξηρασία, την υπεράρδευση, τους ισχυρούς ανέμους και τον παγετό.
Manuka είναι η κοινή ονομασία που χρησιμοποιείται από τους Μαορί. Τα ονόματα «Jelly bush» και «tea tree» (δέντρο τσαγιού) χρησιμοποιούνται επίσης στην Αυστραλία και σε μικρότερο κλίμακα στη Νέα Ζηλανδία. Αυτό το όνομα προέκυψε επειδή ο Captain Cook
και οι πρώτοι άποικοι χρησιμοποίησαν τα πράσινα φύλλα για να κάνουν ένα εύκολο υποκατάστατο για το τσάι (αλλά και μπύρα).
Τα φρέσκα, πικάντικα φύλλα είναι ένα αρωματικό και δροσιστικό υποκατάστατο του τσαγιού. Άριστης ποιότητας, σε γευστικές δοκιμές το είδος αυτό έχει λάβει πολλές φορές υψηλότερη βαθμολογία από ό, τι το παραδοσιακό τσάι της Κίνας που λαμβάνεται από το Camellia
sinensis. Είναι σημαντικό στην παρασκευή του, τα φύλλα να παραμένουν στο νερό για πολύ περισσότερο απ' ότι στο κανονικό τσάι, για να εξασφαλιστεί η απελευθέρωση της γεύσης τους.
Αν και θα ήταν ασφαλές να πούμε ότι το άρωμα δεν είναι ένα από τα δυνατά σημεία του τσαγιού
Manuka! Ωστόσο, το πριονίδι από Manuka που χρησιμοποιείται για κάπνισμα σε ψάρια και κρεατικά, προσδίδει επιπλέον νοστιμιά και γεύση. Ένα γλυκό μάννα εξάγεται μερικές φορές από τα στελέχη, ως αποτέλεσμα φθοράς από έντομα. Ενώ μια άλλη έκθεση αναφέρει ότι το μάννα φέρεται να σχηματίζεται στα φύλλα.
Το σκληρό κόκκινο ξύλο του Manuka χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Μαορί για τα πάντα, από κουπιά, όπλα, αξίνες, σκαλιστήρια, λόγχες, καμάκια και
σφυριά. Ο φλοιός χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή δοχείων νερού και το εσωτερικό του φλοιού σαν ένα αδιάβροχο στρώμα για στέγες. Το Manuka είναι ένα πρώτης τάξεως καυσόξυλο και χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους πρώτους αποίκους για λαβές εργαλείων και περίφραξη.
Στη Νέα Ζηλανδία καλλιεργείται για το μέλι
Manuka, που παράγεται όταν οι μέλισσες συλλέγουν το νέκταρ από τα λουλούδια του και για τη φαρμακευτική βιομηχανία.
Το μέλι Manuka χαίρει ιδιαίτερων βραβεύσεων όχι μόνο για τη χαρακτηριστική έντονη γεύση του, αλλά και γιατί έχουν αποδειχθεί οι εξαιρετικές αντι-βακτηριακές και αντι-μυκητιακές ιδιότητές του. Συχνά χρησιμοποιείται τοπικά για να βοηθήσει θεραπευτικά σε κάψιμο, ζεμάτισμα, έγκαυμα, κόψιμο, ακόμη και στην ακμή ή για να καταπραΰνει τον πονόλαιμο όταν λαμβάνεται σκέτο με το κουτάλι ή μέλι Manuka μέσα σε τσάι τζίντζερ μαζί με φρεσκοστιμένο λεμόνι.
Χρησιμοποιείται και για την παραγωγή αιθέριων ελαίων από απόσταξη ατμού των φύλλων του. Το τελευταίο διάστημα, το αιθέριο έλαιο Manuka έχει ευρεία χρήση ως ένας ισχυρός φυσικός αντι-μυκητιασικός και αντιβακτηριακός παράγοντας. Παράγεται κυρίως στο Ανατολικό Ακρωτήριο, και πωλείται στη Νέα Ζηλανδία και σε πολλές άλλες χώρες.
Πηγή:
https://en.wikipedia.org/wiki/Leptospermum_scoparium
http://www.pfaf.org/user/Plant.aspx?LatinName=Leptospermum+scoparium
http://www.tfsnz.org.nz/uncategorized/tea-tree/
http://activeadventures.com/new-zealand/about/nature/flora/manuka-tree