Η Στέβια (Stevia) είναι ένα γένος φυτών που αποτελείται από 240 περίπου είδη αρωματικών και θάμνων και ανήκει στην οικογένεια των ηλίανθων
(Asteraceae). Συναντάται σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές της δυτικής Βόρειας και Νότιας Αμερικής. Το είδος της Stevia
rebaudiana, κοινώς γνωστό ως γλυκό φύλλο (sweetleaf, sweet
leaf, sugarleaf) ή απλά Στέβια είναι διαδεδομένο ως καλλιέργεια για τα γλυκά του φύλλα. Σαν γλυκαντική ουσία και σαν υποκατάστατο της ζάχαρης, η γεύση της Stevia έχει μια πιο αργή έναρξη και μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη της ζάχαρης, αν και ορισμένα από τα αποστάγματά της μπορεί να έχουν μια πικρή ή σαν γλυκόριζας επίγευση σε υψηλές συγκεντρώσεις.
Καθώς τα αποστάγματά της έχουν έως και 300 φορές τη γλυκύτητα της ζάχαρης, η Stevia έχει συγκεντρώσει την προσοχή με την αύξηση της ζήτησης εναλλακτικών τροφίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες και ζάχαρη. Η ιατρική έρευνα έχει δείξει επίσης πιθανά οφέλη από τη Stevia στη θεραπεία της παχυσαρκίας και της υπέρτασης. Επειδή η Stevia έχει αμελητέα επίδραση στην γλυκόζη του αίματος, είναι ελκυστική ως φυσική γλυκαντική ουσία για ανθρώπους που ακολουθούν διατροφή με ελεγχόμενη ποσότητα υδατανθράκων.
Πολιτικές αντιπαραθέσεις και ανησυχίες για την υγεία έχουν περιορίσει τη διαθεσιμότητα της Stevia σε πολλές χώρες. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες την απαγόρευσαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εκτός αν χαρακτηρίζονταν ως συμπλήρωμα, αλλά το 2008 ενέκριναν το εκχύλισμα
rebaudioside-A ως πρόσθετο τροφίμων. Ορισμένες χώρες εξακολουθούν να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη χρήση της μέχρι την αξιολόγηση υφιστάμενων εφαρμογών. Η Stevia χρησιμοποιείται ευρέως ως γλυκαντικό στην Ιαπωνία, τη Νότια Αμερική, την Ελβετία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και περιοχές της Ασίας.
Το γένος Stevia αποτελείται από 240 είδη φυτών, ενδημικά της Νότιας Αμερική, της Κεντρικής Αμερικής και του Μεξικό, με πολλά είδη που βρέθηκαν μέχρι τη βόρειο Αριζόνα, το Νέο Μεξικό και το Τέξας. Για πρώτη φορά είχαν ερευνηθεί από τον Ισπανό γιατρό και βοτανολόγο Pedro Jaime
Esteve, και η λέξη stevia είναι η εκλατινισμένη μορφή του επωνύμου του. Η χρήση των γλυκών ειδών της S. rebaudiana από τον άνθρωπο προέρχεται από τη Νότια Αμερική. Τα φύλλα του φυτού Stevia έχουν 30-45 φορές τη γλυκύτητα του καλαμοσάκχαρου ή σακχαρόζης, της συνηθισμένης δηλ. επιτραπέζιας ζάχαρης. Τα φύλλα μπορούν να καταναλωθούν φρέσκα ή να χρησιμοποιηθούν σε τσάι και τρόφιμα.
Το 1899, ο Ελβετός βοτανολόγος Moises Santiago Bertoni, κατά την έρευνά του στην Ανατολική Παραγουάη περιγράφει για πρώτη φορά το φυτό και τη γλυκιά του γεύση με λεπτομέρεια. Αλλά, μόνο περιορισμένη έρευνα διεξήχθη για το θέμα, όταν το 1931, δύο Γάλλοι χημικοί απομόνωσαν τα γλυκοειδή
(glycosides) που δίνουν στη Stevia τη γλυκιά γεύση της. Οι ενώσεις αυτές ονομάστηκαν stevioside και
rebaudioside, και είναι 250-300 φορές πιο γλυκές από τη ζάχαρη, με σταθερή θερμοκρασία, σταθερό
pH, και χωρίς ζυμώσεις. Η ακριβής δομή των γλυκοειδών
(aglycone και glycoside) δημοσιεύθηκε το 1955.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Ιαπωνία ξεκίνησε την καλλιέργεια Stevia ως εναλλακτική λύση αντικατάστασης των τεχνητών γλυκαντικών ουσιών, όπως κυκλαμικό και ζαχαρίνη
(cyclamate, saccharin), τα οποία θεωρήθηκαν ύποπτα ως καρκινογόνες ουσίες. Τα φύλλα του φυτού, το υδατοειδές υγρό εκχύλισμα των φύλλων, και τα καθαρά γλυκοειδή χρησιμοποιήθηκαν ως γλυκαντικά. Από τότε που η ιαπωνική εταιρεία Morita Kagaku Kogyo
Co., Ltd. παρασκεύασε το πρώτο εμπορικό γλυκαντικό από Stevia στην Ιαπωνία το 1971, οι Ιάπωνες χρησιμοποιούν Stevia στα τρόφιμα, στα αναψυκτικά (περιλαμβανομένης της Coca
Cola) και για επιτραπέζια χρήση. Η Ιαπωνία σήμερα καταναλώνει Stevia περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, με τη Stevia να κατέχει το 40 % στην αγορά γλυκαντικών. Σήμερα η Stevia καλλιεργείται και χρησιμοποιείται στα τρόφιμα και σε άλλες χώρες όπως την ανατολική Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Κίνα (από το 1984), την Κορέα, την Ταϊβάν, την Ταϊλάνδη και τη Μαλαισία. Μπορεί επίσης να βρεθεί στο Saint Kitts and
Nevis, σε ορισμένα μέρη της Νότιας Αμερικής (Βραζιλία, Κολομβία, Περού, Παραγουάη και Ουρουγουάη) και στο Ισραήλ. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παράγωγων στέβης στον κόσμο.
Στη φύση, τα είδη της Stevia φυτρώνουν σε διαφορετικές ημι-άνυδρες περιοχές, που μπορεί να είναι από λιβάδια και βοσκοτόπια μέχρι ορεινές τοποθεσίες. Η Stevia παράγει σπόρους, αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό από αυτούς βλασταίνουν. Η φύτευση
κλωνοποιημένων μοσχευμάτων στέβιας είναι μια πιο αποτελεσματική μέθοδος αναπαραγωγής.
Για αιώνες, οι φυλές Guarani της Παραγουάης, της Βολιβίας και της Βραζιλίας χρησιμοποιούσαν
Stevia, που την έλεγαν ka'a he'e (γλυκό βότανο), ως γλυκαντική ουσία σε yerba mate και σε ιαματικά τσάγια για να θεραπεύσουν την καούρα (στομαχιού) και άλλες ασθένειες.
Μια πιο πρόσφατη ιατρική έρευνα έδειξε πιθανότητες αντιμετώπισης της παχυσαρκίας και της υπέρτασης. Η Stevia έχει αμελητέα επίδραση στην γλυκόζη του αίματος, και βελτιώνει ακόμα και την ανοχή του οργανισμού σε γλυκόζη, γι' αυτό είναι ελκυστική ως φυσική γλυκαντική ουσία στους διαβητικούς, άλλα και σε ανθρώπους που κάνουν διατροφή με χαμηλά ποσοστά υδατανθράκων.
Έχει προταθεί ακόμα και ως πιθανή θεραπεία της οστεοπόρωσης με τον ισχυρισμό ότι μειώνεται κατά 75% η πιθανότητα θραύσης στα κελύφη των αβγών του κοτόπουλου, αν προστεθεί στην τροφή τους ένα μικρό ποσοστό σκόνης από φύλλα στέβιας
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι χοίροι που τρέφονται με εκχύλισμα στέβιας έχουν διπλάσια περιεκτικότητα ασβεστίου στο κρέας τους, αλλά δεν έχουν επαληθευτεί αυτοί οι ισχυρισμοί.
Πηγή: