|
Λεονότις (Leonotis leonurus). Κολίμπρι σε άνθη
|
Λεονότις -
Αυτί του λιονταριού - Leonotis leonurus
Το φυτό Λεονότις (Leonotis leonurus), επίσης γνωστό ως
"αυτί λιονταριού", "ουρά λιονταριού" ή "Wild Dagga", είναι είδος φυτού της οικογένειας Lamiaceae (μέντα). Το φυτό είναι ένας πλατύφυλλος αειθαλής μεγάλος θάμνος, ενδημικό στις χώρες της νοτίου Αφρικής και πολύ διαδεδομένο. Είναι γνωστό για τις θεραπευτικές και ήπιες ψυχοδιεγερτικές του ιδιότητες. Το κύριο ψυχοτροπικό συστατικό του
Leonotis leonurus είναι η λεονουρίνη (leonurine).
Το όνομα Leonotis προέρχεται από την ελληνική λέξη λέων (leon) δηλαδή λιοντάρι και ωτίς (Otis) δηλαδή αυτί, υπαινισσόμενο την ομοιότητα της στεφάνης του άνθους με το αυτί ενός λιονταριού,
ενώ το Leonurus σημαίνει αυτός που έχει χρώμα
λιονταριού. Κοινά ονόματα: αυτί λιονταριού, ουρά λιονταριού, άγρια Dagga, Dacha, Daggha (Αφρική), άγρια
κάνναβις, άνθος μιναρές, Minaret Flower, Flor de Mundo, Mota (Μεξικό).
Το φυτό Leonotis leonurus είναι ένας γερός θάμνος που φτάνει μέχρι τα 2 - 3 μέτρα ύψος και 1,5 μέτρα πλάτος. Είναι κοινό και διαδεδομένο σε όλη τη νότια Αφρική και μεγαλώνει ανάμεσα σε βράχους στους λειμώνες. Τα φύλλα του έχουν μήκος 5 με 10 εκατ., είναι μακριά, στενά, τραχιά από πάνω, βελούδινα από κάτω, με πριονωτές άκρες, όχι πολύ σκούρο πράσινο χρώμα και είναι αρωματικά όταν συνθλίβονται. Το φυτό παράγει σωληνοειδή πορτοκαλί λουλούδια σε επάλληλες ταξιανθίες, τυπικό χαρακτηριστικό στην οικογένεια της μέντας, τα οποία περικυκλώνουν τα σταθερά στελέχη. Εμφανίζονται πάνω από τη μάζα του φυλλώματος κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, με την ανθοφορία να συνεχίζεται το χειμώνα στα θερμότερα κλίματα.
Κάθε λουλούδι έχει πέντε διπλόχειλα πέταλα, που είναι ενωμένα όλα μαζί.
Υπάρχουν επίσης, μία λευκή ποικιλία (γνωστή κοινώς ως
"Alba"), καθώς και μια κίτρινη ποικιλία.
Στο φυσικό του περιβάλλον το Leonotis leonurus προσελκύει πουλιά που πίνουν νέκταρ (κυρίως
κολίμπρια), καθώς και διάφορα έντομα όπως πεταλούδες. Τα λουλούδια, που έχουν κυρίως πορτοκαλί με πορτοκαλί-κόκκινο χρώμα και σωληνοειδές σχήμα, είναι ενδεικτικά της συν-εξέλιξής τους με τα αφρικανικά
κολίμπρια, που έχουν κυρτό ράμφος κατάλληλο για να τρέφονται από σωληνοειδή άνθη.
Στο Leonotis leonurus αρέσουν τα θερμά, ξηρά κλίματα, είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και μπορεί να
αναπτυχθεί σχεδόν σε οποιοδήποτε περιβάλλον, όπως εύκρατους θαμνότοπους, λιβάδια και βάλτους.
Το συναντούμε κυρίως σε περιοχές με υποτροπικό και μεσογειακό κλίμα, πέραν της νοτίου Αφρικής, όπως στην Καλιφόρνια, το Μεξικό,
την Χαβάη και την Καραϊβική και έχει εγκλματιστεί στη Δυτική Αυστραλία και τη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας. Αναπτύσσεται κατά τους μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού σε εύκρατα κλίματα, προτιμά προστατευμένες και ηλιόλουστες θέσεις, δεν αντέχει τον επίμονο παγετό και το χειμώνα δεν μπορεί να επιβιώσει, εκτός αν μεταφερθεί σε εσωτερικό χώρο.
Το Leonotis leonurus καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό για τις πληθωρικές πορτοκαλί ταξιανθίες του, και χρησιμοποιείται σε κήπους και πάρκα για να δώσει έμφαση ή ως διαχωριστικό. Πρόκειται για ένα μέτρια ανθεκτικό στην ξηρασία φυτό, αλλά και μια πηγή νέκταρος για πουλιά και πεταλούδες
σε περιβάλλον συνύπαρξης.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρους και στα εύκρατα κλίματα πρέπει να σπαρθεί σε εσωτερικό χώρο πριν από τον τελευταίο παγετό ή σε εξωτερικό χώρο μετά τον τελευταίο παγετό. Για να συλλέξετε τους σπόρους από το φυτό, αφήστε τις κάψες των σπόρων να στεγνώσουν πριν από τη συλλογή. Αν καθαριστούν σωστά, οι σπόροι μπορούν να αποθηκευτούν με επιτυχία.
Πολλαπλασιάζεται επίσης με
μοσχεύματα ή με διαίρεση σε μεγάλες
τούφες. Σε θερμότερα κλίματα, ο θάμνος μπορεί να μεγαλώσει στην άγρια φύση χωρίς φροντίδα.
Το Leonotis leonurus έχει χρήση από παλιά στην παραδοσιακή αφρικανική
ιατρική ως φάρμακο. Τα φύλλα και οι ρίζες του Leonotis Leonurus περιέχουν φαρμακευτικά συστατικά που το κάνουν ένα συχνά χρησιμοποιούμενο γιατρικό για μεγάλο φάσμα παθήσεων
όπως πυρετό, πονοκεφάλους, δυσεντερία, γρίπη, λοιμώξεις του θώρακα, επιληψία, δυσκοιλιότητα, καθυστέρηση στην έμμηνο ρύση, εντερικά σκουλήκια, δαγκώματα αραχνών, τσιμπήματα σκορπιών, υπέρταση και τσιμπήματα φιδιών. Εξωτερικά, χρησιμοποιείται συχνά για αιμορροΐδες, έκζεμα, εξανθήματα του δέρματος και φουσκάλες.
Τα φύλλα και τα άνθη του χρησιμοποιούνται μεθοδικά σε ορισμένες αφρικανικές φυλές ως φαρμακευτικό τσάι, που μπορεί να προκαλέσει μια υπνωτική διάθεση και μια ανακούφιση στο άγχος και στην κατάθλιψη. Πολλοί πιστεύουν ότι η κατάσταση έκστασης που προκαλείται από την κατανάλωση του τσαγιού, μπορεί επίσης να βοηθήσει ένα άτομο να ξεπεράσει τα συναισθηματικά τραύματα.
Μια πειραματική μελέτη σε ζώα έδειξε ότι "το υδαρές εκχύλισμα των φύλλων του Leonotis leonurus διαθέτει
ιδιότητες κατασταλτικές στην αντίληψη του πόνου, αντιφλεγμονώδεις και υπογλυκαιμικές". Κατά συνέπεια, αυτά τα αποτελέσματα έδωσαν φαρμακολογική αξιοπιστία στην λαϊκή χρήση του βοτάνου για τη διαχείριση αλλά και τον έλεγχο επώδυνων αρθριτικών ή άλλων φλεγμονωδών καταστάσεων, καθώς και της ήπιας μορφής σακχαρώδη διαβήτη που αναπτύσσεται σταδιακά σε ενήλικες, του σακχαρώδη διαβήτη τύπου -2 σε ορισμένες κοινότητες της νότιας Αφρικής."
Τα αποτελέσματα μιας μελέτης επάνω σε αρουραίους έδειξαν
ότι το Leonotis leonurus σε υψηλές δόσεις έχει σημαντικές δυσμενείς τοξικολογικές επιδράσεις στα όργανα, στα ερυθρά αιμοσφαίρια, στα λευκά αιμοσφαίρια και σε σημαντικές λειτουργίες του σώματος.
Τα αποξηραμένα φύλλα και τα λουλούδια έχουν μια ήπια κατευναστική επίδραση όταν
καπνίζοντα . Σε ορισμένους χρήστες έχουν σημειωθεί επιπτώσεις παρόμοιες με των κανναβινοειδών THC που βρέθηκαν στην κάνναβη, εκτός από το ότι έχει πολύ λιγότερη δραστική δυνατότητα. Έχει επίσης αναφερθεί ότι προκαλεί ήπια ευφορία, οπτικές μεταβολές, ζάλη, ναυτία, εφίδρωση, καταστολή και ζαλάδα. Το κύριο ψυχοτροπικό συστατικό του
Leonotis leonurus είναι το δραστικό
αλκαλοειδές λεονουρίνη (leonurine). Μερικοί πολιτισμοί είναι γνωστό ότι
καπνίζουν wild dagga είτε με κάνναβη είτε ως υποκατάστατο της μαριχουάνας. Εμείς δεν υποστηρίζουμε αυτή τη χρήση των φυτών και όλες οι πληροφορίες του παρόντος παρέχονται για ιστορικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Στην Αφρική, η φυλή Hottentot και οι Βουσμάνοι γνώριζαν το φυτό wild dagga και κάπνιζαν μπουμπούκια και φύλλα του ως μεθυστικό, είτε μόνα τους είτε αναμεμειγμένα με καπνό. Οι Kaffirs το χρησιμοποιούν για ψυχαγωγικούς σκοπούς, και τα μέλη της φυλής Nama μασούν μια σκόνη από φύλλα που παράγεται ψυχοδραστικές συνέπειες. Ομοίως, στο Μεξικό, όπου είναι γνωστό ως Flor de mundo (λουλούδι του κόσμου) και mota (μια κοινή ονομασία για τη μαριχουάνα), το φυτό χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο κάνναβης.
Πηγή: