Το φυτό Vitex agnus-castus, που ονομάζεται επίσης
Λυγαριά, Chasteberry (αγνό μούρο), βάλσαμο του Αβραάμ ή πιπέρι
του μοναχού, είναι ενδημικό φυτό της περιοχής της Μεσογείου.
Ανήκει στην οικογένεια των Verbenaceae. Είναι ένα από τα λίγα είδη
του γένους Vitex της εύκρατης ζώνης, που στο σύνολό του είναι γένος τροπικών και υποτροπικών ανθοφόρων φυτών. Ο Θεόφραστος αναφέρεται σε αυτόν το θάμνο αρκετές φορές, με το όνομα αγνός (agnos) στην Έρευνά του για τα φυτά. Το όνομα Vitex δόθηκε από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και προέρχεται από το λατινικό vieo, που σημαίνει υφαίνω ή δένω, μια αναφορά στη χρήση του Vitex agnus-castus στην καλαθοπλεκτική. Στο συγκεκριμένο μακροσκελές όνομά του επαναλαμβάνεται η λέξη "αγνός" στα ελληνικά και στα λατινικά.
Το φυτό, είναι στην πραγματικά ένας πολύ διακλαδισμένος ευλύγιστος, φυλλοβόλος θάμνος, που χάνει τα φύλλα του, όταν ωριμάσουν οι καρποί του. Αναπτύσσεται έως και 3 μέτρα ύψος, και είναι διάσπαρτο στη γύρω περιοχή από τη λεκάνη της Μεσογείου, απ' όπου κατάγεται. Το φυτό προτιμά χαμηλό υψόμετρο και συχνά συναντάται στις όχθες των λιμνών, στη θάλασσα και κατά μήκος στις κοίτες των ποταμών. Τα φύλλα του είναι παλαμοειδή, διαθέτουν μίσχο, αποτελούνται από 5 έως 7 στενά μυτερά ολόκληρα φυλλάρια, έχουν σκούρο πράσινο χρώμα από πάνω και είναι άτριχα (λεία), και από κάτω είναι
γκρίζα και χνουδωτά.
Οι ταξιανθίες αποτελούν το τελικό άκρο του φυτού και είναι χοντρές διακλαδώσεις που αποτελούνται από 10, 20 ή περισσότερα ζεύγη σε πυκνό σύμπλεγμα, επάνω σε έναν κοινό άξονα. Τα λουλούδια που εμφανίζονται από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο είναι μικρά, έχουν γλυκό άρωμα και είναι τοποθετημένα σε βοτρυοειδές σχήμα με μακριά μυτερή απόληξη. Το χρώμα τους ποικίλλει από λευκό σε ροζ-λιλά μέχρι βαθύ μπλε.
Όταν η λυγαριά βρίσκεται σε ανθοφορία, διατηρεί πλούσιο το φύλλωμά
της. Όταν οι μικροί καρποί αρχίζουν να ωριμάζουν, το φυτό ρίχνει σταδιακά τα φύλλα του. Όταν οι καρποί έχουν ωριμάσει πλήρως, τα περισσότερα φύλλα έχουν ξεραθεί.
Οι καρποί είναι μικροί, σε μέγεθος μικρών κόκκων πιπεριού, σκληροί, σε μωβ-μαύρο χρώμα, και ωριμάζουν από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τέλη Νοεμβρίου.
Η λυγαριά καλλιεργείται ευρύτατα σε ζεστές εύκρατες και υποτροπικές περιοχές για το ντελικάτο και αρωματικό φύλλωμά του, ενώ στα ψυχρότερα κλίματα οι πεταλούδες προσελκύονται από τις ανθικές ταξιανθίες του, με άρωμα λεβάντας, προς το τέλος του καλοκαιριού. Απαιτεί πλήρη ηλιοφάνεια ή μερική σκίαση και καλά αποστραγγιζόμενο χώμα. Είναι είδος πολύ ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, όπως και στις πολύ χαμηλές (είναι ανθεκτικό ακόμη και στους -10 °C).
Τα φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί που μεγαλώνουν πάνω από 10 εκ. (4 ίντσες), μαζί με τα λουλούδια και τους ώριμους σπόρους, συγκομίζονται για ιατρικούς σκοπούς. Ο καρπός συλλέγεται αφού πέσει από το μίσχο και τριφτεί απαλά. Τα φύλλα, τα λουλούδια, και / ή τα μούρα μπορούν να καταναλωθούν ως αφέψημα, παραδοσιακό βάμμα, βάμμα ξυνομηλίτη, σιρόπι, ελιξίριο, ή απλά να φαγωθούν κατευθείαν από το φυτό σαν θεραπευτική τροφή. Ένας δημοφιλής τρόπος λήψης του Vitex είναι να λαμβάνεται απλά ως υγρό εκχύλισμα μετά το ξύπνημα και με αναλογία 1:1, καθώς λέγεται ότι αλληλεπιδρά πιο αποτελεσματικά με τους ορμονικούς εικοσιτετράωρους ρυθμούς.
Ο καρπός θεωρείται τονωτικό βότανο τόσο για το ανδρικό όσο και το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. Τα φύλλα του πιστεύεται ότι έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Το Vitex agnus castus είναι ένα τυπικό φαρμακευτικό φυτό με μακρά ιστορία στη λαϊκή ιατρική.
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ήταν ένα αφροδισιακό, εξ ου και το όνομα chaste tree (αγνό/άγαμο/παρθένο).
Η Ήρα, σύζυγος του Δία και προστάτιδα του γάμου στην ελληνική μυθολογία, λέγεται ότι γεννήθηκε κάτω από μια λυγαριά, που στη συνέχεια έγινε σύμβολο αγνότητας, και μονογαμίας μεταξύ των συζύγων.
Ήδη από το 400 π.Χ., ο Ιπποκράτης συνιστά το φάρμακο για φλεγμονές, τραυματισμούς, και προβλήματα σχετικά με το μέγεθος της σπλήνας. Ο Θεόφραστος (372 - 287 π.Χ), στο έργο του "Ιστορία των φυτών" περιγράφει τους στρατιώτες που χρησιμοποιούσαν
λυγαριά σε πλέγμα για ασπίδες, «γιατί δεν ήταν δυνατόν να προμηθευτούν όπλα σε μια ακατοίκητη χώρα" και ο Όμηρος μας λέει
στην Ιλιάδα (11.05), ότι ο Αχιλλέας έδεσε με βέργες λυγαριάς τους γιους του Πριάμου και στην Οδύσσεια (9.427),
ότι ο Οδυσσέας χρησιμοποιούσε τα κλαδιά του σαν φράχτη στο εσωτερικό της βάρκας του, για να αμυνθεί ενάντια στα κύματα, και να δέσει τους άντρες του κάτω από τις κοιλιές των κριαριών για να αποδράσουν από τον Κύκλωπα.
Ο Παυσανίας πάλι αναφέρει, ότι ο Ασκληπιός στη Σπάρτη είχε το προσωνύμιο «Αγνήτας» διότι το ξόανό του ήταν φτιαγμένο από ξύλο λυγαριάς. Το λατρευτικό άγαλμα, το ξόανο της Θεάς Αρτέμιδας (Παυσανίας «Λακωνικά» 16,7), δεν ονομαζόταν μόνον Ορθία αλλά και Λυγοδέσμια, γιατί βρέθηκε μέσα σε θάμνο λυγαριάς, η οποία τύλιξε το άγαλμα και το έφερε σε όρθια στάση.
Ο Διοσκουρίδης στο "De Materia Medica" του, το 79 μ.Χ., ασχολείται εκτενώς με το πορτρέτο του Vitex agnus castus (της λυγαριάς). Μετά από μια λεπτομερή λίστα με τα ονόματα που έχουν δοθεί σε αυτό το φυτό από όλον τον μέχρι τότε γνωστό κόσμο, επιστρέφει στο ελληνικό "Αγνός", που σημαίνει καθαρότητα. Λέει, "ονομάζεται έτσι, διότι οι γυναίκες που συμμετείχαν στη γιορτή των Θεσμοφορίων το
χρησιμοποιούσαν για να "στρώνουν τα κρεβάτια τους" ή γιατί "όταν πίνεται ως εκχύλισμα, όπως λένε,
απαλλάσσει τους άνδρες από την επιθυμία για σεξ".
Τα Θεσμοφόρια στην αρχαία Ελλάδα ήταν γιορτή που γινόταν μόνο από γυναίκες προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και τελετές για την αύξηση της γονιμότητας. Οι γυναίκες προετοιμάζονται για τις τελετές με αποχή από τη σεξουαλική επαφή και με τελετουργικό λούσιμο. Αυτές τις τρεις εορταστικές ημέρες του Οκτωβρίου, οι γυναίκες ζούσαν όλες μαζί, έξω από τις πόλεις, σε πρόχειρα καταλύματα, ενώ οι Αθηναίες γυναίκες στα Θεσμοφόρια έμεναν στους λόφους κοντά στην Αθήνα. Οι ίδιες οι γυναίκες στολίζονταν με λουλούδια λυγαριάς και άπλωναν τα φύλλα της στα κρεβάτια τους.
Επίσης, αναφέρει ότι «ο σπόρος, όπως αυτός του πιπεριού, προσφέρει θερμότητα, βοηθά εκείνους που έχουν δαγκωθεί από ζώα, βοηθά στη συγκράτηση των εκκρίσεων και σε όσες πάσχουν από χρόνια προβλήματα περιόδου και φλεγμονές της μήτρας". Φέρνει γάλα όταν μεθάτε με κρασί, το τσάι του καθαρίζει τα έντερα, καταπραΰνει τις αιμορροΐδες και τους πονοκεφάλους. Επιπλέον αναφέρει τη χρησιμότητά του ως φάρμακο στη θεραπεία του λήθαργου καθώς και της τρέλας.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (23 - 79 μ.Χ.) το V. agnus castus ήταν ιδιαίτερα σεβαστό ως ένα από τα πιο χρήσιμα φάρμακα της εποχής. Ισχυρίζεται ότι ελέγχει τη βίαιη σεξουαλική επιθυμία στους άνδρες, απομακρύνει και την πιο σοβαρή μορφή κεφαλαλγίας, καθαρίζει τη μήτρα και τα έντερα. Λόγω της φλογώδης φύσης τους, οι σπόροι έχουν ληφθεί για να διαλύσουν τα αέρια του στομάχου και το φούσκωμα, να προωθήσουν τα ούρα, να συμβάλλουν θετικά στη διάρροια και να βοηθήσουν σε μεγάλο βαθμό στην επιληψία και στη νόσο του σπλήνα.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι ενδείξεις του Vitex agnus castus έχουν αλλάξει πολύ λίγο στο πέρασμα των αιώνων από αυτές τις πρώτες καταγραφές.
Στο Μεσαίωνα το chastetree (δέντρο της αγνότητας) ονομάστηκε monk's pepper (πιπέρι του μοναχού) με τη σκέψη ότι είχε χρησιμοποιηθεί σαν φάρμακο κατά της λίμπιντο από τους μοναχούς, για να βοηθήσει τις προσπάθειές τους να παραμείνουν αγνοί.
Ο θάμνος φυτεύτηκε σε κάθε μοναστηριακό βοτανόκηπο και οι πικάντικοι σπόροι του ήταν ένα ωφέλιμο καρύκευμα στην μοναστηριακή κουζίνα. Ο Mattioli το συνιστά για να «απομακρύνει την επιθυμία για τις Αφροδίτης-δουλειές", οι μοναχές έπλεναν τα "απόκρυφά» τους με ένα έγχυμα των φύλλων, ενώ άνδρες και γυναίκες φορούσαν φυλαχτά από το ξύλο του, όπως έχει αναφερθεί.
Αλλά σύμφωνα με άλλους, έγινε επίσης ένα σύμβολο του κρυφού μέρους της μοναστικής ζωής ...
Ο Arnaud de Villeneuve, ένας σημαντικός αλχημιστής, θεολόγος και αστρολόγος του 13ου αιώνα, αναφέρει το «πλύσιμο στα κρυφά μέρη του σώματος με ένα αφέψημα του Agnus castus, ως μέρος της προετοιμασίας για απόλαυση και ηδονή». Έτσι, φαίνεται ότι η
σεξουαλική επιθυμία για ορισμένους
καταστέλλεται, ενώ για άλλους φάνηκε να επιτυγχάνεται το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση,
η λυγαριά θεωρήθηκε φυτό τόσο της γονιμότητας και της επιθυμίας όσο και της αγνότητας και καθαρότητας.
Από το 1600 και μετά, χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως μια κοινή λαϊκή θεραπεία για τις γυναικείες ορμονικές ανισορροπίες και για να τονώσει τη ροή του γάλακτος στις θηλάζουσες μητέρες. Στην Αναγέννηση, οι ενδείξεις αυτές επέζησαν, για ένα από τα παλαιότερα γνωστά βότανα, και περιελάμβαναν την διατήρηση της αγνότητας, αλλά και τη χρησιμότητα στα φουσκώματα του στομάχου, τις διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, την ανακούφιση από πονοκεφάλους, για τον πόνο από δαγκώματα, φλεγμονές, καθώς και τη χρησιμότητά του στη θεραπεία της τρέλας, της επιληψίας και του λήθαργου.
Το κλαδί της λυγαριάς ονομάζεται βίτσα ίσως από το vitex και από αυτό έφτιαχναν οι δάσκαλοι τις βέργες τους. Οι βέργες της, λόγω της ευλυγισίας, είναι κατάλληλες για καλαθοπλεκτική και το ξύλο της, λόγω των ιδιοτήτων του (σκληρό, βαρύ, καστανόχρωμο) χρησιμοποιήθηκε στην τορνευτική. Από τα εύκαμπτα κλαδιά της κατασκευάζονται καλάθια. Επίσης οι σπόροι χρησιμοποιήθηκαν κατά των κρυολογημάτων και κατά των δαγκωμάτων των φιδιών. Η καύση των φύλλων και τα στρώματα από εύοσμα φύλλα λυγαριάς θεωρούνταν ότι εξεδίωκαν τα θηρία.
Οι σπόροι της λυγαριάς θεραπευτικά, έχουν την ικανότητα να εξομαλύνουν την ορμονική λειτουργία των αναπαραγωγικών οργάνων. Δεν επιδρούν απ’ ευθείας στα αναπαραγωγικά όργανα, αλλά στον υποθάλαμο και την υπόφυση, που είναι τα κέντρα ελέγχου των ορμονών αυτών. Οι καρποί αναστέλλουν την ορμόνη προλακτίνη και βελτιώνουν την ισορροπία μεταξύ προγεστερόνης και οιστρογόνων, σε περιπτώσεις όπου τα επίπεδα προγεστερόνης είναι χαμηλά. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ο καρπός είναι ωφέλιμος σε περιπτώσεις ανδρικής σεξουαλικής ανικανότητας, που οφείλεται σε υψηλά επίπεδα προλακτίνης.
Κλινικές μελέτες έχουν αποδείξει αποτελεσματικότητα των τυποποιημένων και ελεγχόμενων φαρμάκων που παράγονται από εκχύλισμα του φυτού για τη διαχείριση του στρες στο προεμμηνορροϊκό σύνδρομο (PMS), και τον πόνο στο στήθος στη διάρκεια του κύκλου (μασταλγία). Το φάρμακο αυτό συνιστάται
κυρίως στη Γερμανία.
Πηγή: