|
Κονγιάκ
(Amorphophallus konjac). Φυτό, φύλλα, άνθη,
κόνδυλος.
|
Κονγιάκ - Amorphophallus konjac
Το Κονγιάκ είναι ένα φυτό του γένους
Amorphophallus της οικογενείας των αροειδών (Araceae). Ονομάζεται Amorphophallus konjac ή Amorphophallus rivieri. Επίσης είναι γνωστό ως konjak, konjaku, πατάτα konnyaku, γλώσσα του διαβόλου, κρίνος voodoo, φοίνικας φιδιού ή elephant yam (αν και αυτό το όνομα χρησιμοποιείται επίσης για το A.
paeoniifolius).
Είναι ενδημικό στη ζεστή υποτροπική και τροπική ανατολική Ασία, από την Ιαπωνία και την Κίνα μέχρι την Ινδονησία. Πρόκειται για ένα πολυετές φυτό, που αναπτύσσεται από ένα μεγάλο βολβό
(κόνδυλο), με διάμετρο μέχρι 25 εκατοστά.
Αυτό το arum καλλιεργείται ευρέως για τους βρώσιμους κονδύλους του, αλλά
διακοσμητικά, καλλιεργείται για τα τεράστια τροπικά φύλλα του και για το στέλεχός του που μοιάζει σαν δέρμα φιδιού.
Την άνοιξη, πολύ πριν από την εμφάνιση των φύλλων, εμφανίζεται ένα τεράστιο και εκπληκτικό λουλούδι, που θαμπώνει με τον
60 εκατοστών μοβ σπάδικα του, ο οποίος στέκεται πάνω σε μια μωβ-μαύρο σπάθη.
Το λουλούδι μυρίζει σαν σαπισμένο κρέας. Το "άρωμα" του σκοπό έχει να προσελκύει μύγες για την επικονίαση. Τα άνθη είναι μόνοικα (μεμονωμένα άνθη είναι είτε αρσενικά είτε θηλυκά, αλλά και τα δύο φύλα μπορούν να βρεθούν στο ίδιο φυτό).
Μετά την ανθοφορία ο κόνδυλος μπορεί να ξεκουραστεί λίγο πριν ξεπεταχτεί το φύλλο. Οι μίσχοι και τα φύλλα τού φυτού αναπτύσσονται μετά από μια
απαραίτητη ανάπαυση και μπορούν να φτάσουν σε ύψος
2 μέτρων, σε ημισκιερή τοποθεσία και τακτικό καλοκαιρινό πότισμα. Ανθεκτικά στο κρύο.
Τα άγρια φυτά αναπτύσσονται στη νοτιοανατολική Ασία και στην Κίνα. Το Konjac είναι γνωστό στην Ιαπωνία από τον 6ο αιώνα ως θεραπευτικό τρόφιμο και καταναλώνεται για 1500 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της περιόδου Edo, που ξεκίνησε στις αρχές του 17ου αιώνα, οι Ιάπωνες εισήγαγαν Konnyaku / Shirataki από την Κίνα. Το 1846 δημοσιεύθηκε το βιβλίο Konnyaku Hyakusen (100 συνταγές του Konnyaku), που αποδεικνύει τη δημοτικότητά του στην Ιαπωνία την εποχή εκείνη.
Το Konjac καλλιεργείται στην Κίνα, την Κορέα, την Ταϊβάν, την Ιαπωνία και τη νοτιοανατολική Ασία για τους μεγάλους αμυλώδεις
κονδύλους του, που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία αλευριού και πηχτής, με το ίδιο όνομα. Χρησιμοποιείται επίσης ως υποκατάστατο της ζελατίνης.
Το βρώσιμο τμήμα του προέρχεται από τον
κόνδυλο. Ο κόνδυλος πρέπει να είναι
βρασμένος ή ψημένος, είναι πικρός όταν είναι
ακατέργαστος. Είναι πολύ μεγάλος, μπορεί να είναι έως και 30 εκατοστά σε διάμετρο. Στην Ιαπωνία οι μεγάλοι καφέ κόνδυλοι αποφλοιώνονται, μαγειρεύονται και κοπανίζονται για να εξαχθεί το άμυλό τους, το οποίο στερεοποιείται με διαλυμένο ασβεστόλιθο σε ένα βρώσιμο
τζελ, με το όνομα Konnyaku. Το Konnyaku είναι ένας τύπος άλευρου που εκτιμάται για τη χρήση του σε πολλά διαιτητικά προϊόντα. Το αλεύρι εκτιμάται για την ικανότητά του να καθαρίζει το πεπτικό σύστημα χωρίς να είναι καθαρτικό. Αυτή η ρίζα έχει υψηλή περιεκτικότητα σε νερό και χαμηλή σε θερμίδες κι έτσι προωθείται ως διαιτητικό τρόφιμο στη Β. Αμερική.
Το Konjac μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως αξεσουάρ για μασάζ προσώπου, που σήμερα είναι δημοφιλές στην Κορέα και κερδίζει δημοτικότητα στη Δύση. Συχνότερα αυτό γίνεται με τη χρήση ενός σπόγγου
Konjac, που είναι μοναδικό για χρήση σε ευαίσθητο δέρμα, το οποίο μπορεί εύκολα να ερεθιστεί με πιο συνηθισμένα εργαλεία απολέπισης (όπως λούφα ή σαπούνι).
Πηγή:
https://en.wikipedia.org/wiki/Konjac
http://pfaf.org/User/Plant.aspx?LatinName=Amorphophallus+rivieri
https://plantlust.com/plants/6393/amorphophallus-konjac/