Η κάπαρη ή κάππαρη (Capparis spinosa ή Flinders rose) είναι θάμνος πολυετής και φυλλοβόλος, που έχει στρογγυλεμένα, σαρκώδη φύλλα και μεγάλα λευκά με ροζ-λευκά λουλούδια. Το φυτό είναι περισσότερο γνωστό για τα βρώσιμα μπουμπούκια των
ανθέων (κάπαρη), που συχνά
χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα, καθώς και του καρπού (καρπός κάππαρης), που και τα δύο καταναλώνονται συνήθως ως τουρσί. Άλλα είδη Capparis συλλέγονται επίσης μαζί με την C. spinosa για τα μπουμπούκια ή τους καρπούς τους. Τα άλλα τμήματα του φυτού της κάπαρης χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών.
Η Capparis spinosa είναι παρούσα σε όλες σχεδόν τις χώρες στην περιοχή της Μεσογείου, και συμπεριλαμβάνεται στις ανθικές συνθέσεις των περισσότερων χωρών, αλλά είναι αβέβαιο, αν το φυτό είναι ενδημικό στην περιοχή αυτή. Αν και η χλωρίδα της περιοχής της Μεσογείου έχει σημαντικά ενδημικά στοιχεία, ο θάμνος της κάπαρης θα μπορούσε να έχει τις ρίζες του στις τροπικές περιοχές
ή στις ξηρές περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Ασίας, και αργότερα να εγκλιματίστηκε στη λεκάνη της Μεσογείου.
Η κάππαρη μπορεί σήμερα να βρεθεί άγρια σε όλη την Μεσόγειο, και συχνά καλλιεργούμενη (π.χ. στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Αλγερία. Επιπλέον, το Ιράν, η Κύπρος και η Ελλάδα παράγουν σημαντικές ποσότητες).
Η κάπαρη και οι σχετικές με αυτήν λέξεις σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες μπορούν να αναχθούν στην κλασική λατινική capparis
"caper". Η λατινική capparis, με τη σειρά της, έχει δανειστεί το όνομα από την ελληνική κάππαρις
(kapparis), της οποίας η προέλευση (όπως και αυτή του φυτού) είναι άγνωστη, αλλά πιθανόν κατάγεται από την δυτική ή την κεντρική Ασία. Μια άλλη θεώρηση συνδέσει την κάππαρη με το όνομα του νησιού Κύπρος
(Cyprus, Kypros), όπου φυτρώνουν άφθονα φυτά κάπαρης.
Ο θάμνος κάπαρη (Capparis spinosa) έχει ενταχθεί ως ένα ιδιαίτερο στοιχείο πολιτισμού σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Η οικονομική σπουδαιότητα του φυτού οδήγησε σε σημαντική αύξηση τόσο στην καλλιεργούμενη έκταση όσο και στα επίπεδα παραγωγής του από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι κυριότερες περιοχές παραγωγής της κάππαρης είναι σε άγρια και τραχιά περιβάλλοντα, όπως αυτά που υπάρχουν στο Μαρόκο, στη νοτιοανατολική Ιβηρική Χερσόνησο, την Τουρκία και τα ιταλικά νησιά Pantelleria και Salina. Αυτό το είδος έχει αναπτύξει ειδικούς μηχανισμούς για να επιβιώνει στις μεσογειακές συνθήκες, και η εισαγωγή του σε ημιξερικά εδάφη μπορεί να βοηθήσει να αποφευχθεί η διατάραξη της ισορροπίας αυτών των ευαίσθητων οικοσυστημάτων.
Ξηρή θερμότητα και έντονη ηλιοφάνεια είναι το προτιμώμενο περιβάλλον για τα φυτά κάπαρης. Είναι παραγωγικά σε ζώνες που έχουν 350 χιλιοστά ετήσιας βροχόπτωσης (ως επί το πλείστον μήνες του χειμώνα και της άνοιξης) και επιβιώνουν εύκολα σε θερμοκρασίες που το καλοκαίρι φθάνουν πάνω από 40° C (105° F). Ωστόσο, αν και η κάππαρη είναι φυτό ευαίσθητο στο κρύο, έχει ανθεκτικότητα σε θερμοκρασίες παρόμοιες με την ελιά (-8° C, 18° F)
Τα φυτά που βρίσκονται ελεύθερα στη φύση, μεγαλώνουν ανάμεσα σε χαραμάδες και σχισμές των βράχων και σε πέτρινους τοίχους. Αναπτύσσονται καλά σε φτωχά από θρεπτικές ουσίες εδάφη, γρήγορα στραγγιζόμενα και χαλικώδη. Τα πλήρως αναπτυγμένα φυτά σχηματίζουν μεγάλο ριζικό σύστημα, που
διεισδύει βαθιά μέσα στη γη. Η κάπαρη είναι ανθεκτική στο αλάτι και ανθίζει κατά μήκος των ακτών της θάλασσας και μέσα σε ζώνες που βρέχονται από κύματα.
Τα φυτά είναι μικροί θάμνοι και μπορούν να φθάσουν περίπου το ένα μέτρο ύψος, σε όρθια θέση. Ωστόσο, τα μη καλλιεργούμενα φυτά κάπαρης πιο συχνά γέρνουν μπροστά και κρέμονται, ενώ εξαπλώνονται καλύπτοντας ακατάστατα το έδαφος, καθώς αγωνίζονται πάνω στο χώμα και τις πέτρες. Η βλάστηση της κάππαρης καλύπτει σαν τέντα την επιφάνεια του εδάφους και αυτό βοηθά στη διατήρηση αποθέματος νερού στο εδάφους. Οι προεκτάσεις στη βάση των φύλλων μπορεί να μετασχηματιστούν σε αγκάθια. Τα λουλούδια γεννιούνται στα πρωτοετή κλαδιά.
Το θαμνώδες φυτό σχηματίζει πολλές διακλαδώσεις με εναλλασσόμενα φύλλα, τα οποία είναι παχιά και λαμπερά και έχουν σχήμα στρογγυλό, ωοειδές. Τα λουλούδια είναι πλήρη, γλυκά αρωματικά, εντυπωσιακά, με τέσσερα σέπαλα, τέσσερα λευκά - λευκοροζέ πέταλα, πολύ μεγάλους βιολετί χρώματος στήμονες, και ένα στίγμα που συνήθως αναπτύσσεται πολύ πιο πάνω από τους στήμονες.
Η ομορφιά των λουλουδιών της κάππαρης είναι τόσο εύθραυστη και βραχύβια, όπως και των λουλουδιών της παπαρούνας, που είναι παροιμιώδης για το γρήγορη μαρασμό τους: τα ντελικάτα, άσπρο-κρεμ πέταλα και οι έντονα μωβ στήμονες παραμένουν μόνο λίγες ώρες. Επιπλέον, τα λουλούδια σπάνια γίνονται ορατά στους κήπους κάπαρης, καθώς τα μπουμπούκια της πρέπει να συλλέγονται πριν ανοίξουν. Παρ' όλα αυτά, τα λουλούδια των άγριων θάμνων κάπαρης είναι μια κοινή εικόνα σε όλες τις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα, φτάνοντας μέχρι τη Σαχάρα της Βόρειας Αφρικής και τις ξηρές περιοχές της Κεντρικής Ασίας, όπου το φυτό πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του.
Αλατισμένα ή τουρσί τα βλαστάρια και τα μπουμπούκια της κάπαρης χρησιμοποιούνται συχνά ως καρύκευμα ή γαρνιτούρα. Η κάπαρη είναι ένα κοινό συστατικό στη μεσογειακή κουζίνα, ιδιαίτερα της Κύπρου, της Ιταλίας και της Μάλτας. Ο ώριμος καρπός του θάμνου κάππαρη προετοιμάζεται με παρόμοιο τρόπο και διατίθενται στο εμπόριο ως καρπός κάπαρης.
Η κάπαρη έχει μια έντονη πικάντικη γεύση και με την προσθήκη οξύτητας προσδίδει ένα περίεργο άρωμα και αλμυρότητα σε φαγητά, όπως σάλτσες για ζυμαρικά, πίτσα, ψάρια, κρέατα και σαλάτες. Η γεύση της κάπαρης μπορεί να περιγραφεί ως παρόμοια με εκείνη της μουστάρδας και του μαύρου πιπεριού. Στην πραγματικότητα, η έντονη γεύση της κάπαρης προέρχεται από το σιναπέλαιο (έλαιο μουστάρδας).
Τα μπουμπούκια πρέπει να συλλέγονται το πρωί, αμέσως πριν από την ανθοφορία.
Τα μπουμπούκια, όταν είναι έτοιμα για συλλογή, έχουν ένα σκούρο πράσινο χρώμα σαν της ελιάς και περίπου το μέγεθος ενός φρέσκου σπυριού καλαμποκιού. Αφού συλλεχθούν, στη συνέχεια, γίνονται τουρσί είτε σε άλμη είτε σε διάλυμα αλατιού με ξύδι, και στραγγίζονται. Δεν γίνονται ποτέ αποξηραμένα. Λιγότερο συχνά, η κάπαρη συντηρείται συσκευασμένη με χοντρό αλάτι, που πρέπει να ξεπλυθεί πριν από τη χρήση. Η έντονη γεύση τους αναπτύσσεται καθώς απελευθερώνεται σιναπέλαιο
(glucocapparin) από κάθε μπουμπούκι κάπαρης. Αυτή η ενζυματική αντίδραση οδηγεί επίσης στο σχηματισμό της ρουτίνης, που συχνά εμφανίζεται σαν κρυσταλλώδεις λευκές κηλίδες στην επιφάνεια κάθε μεμονωμένου μπουμπουκιού κάπαρης.
Η κάπαρη είναι ένα ξεχωριστό συστατικό στην ιταλική κουζίνα, κυρίως στη μαγειρική της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας. Χρησιμοποιείται συνήθως σε σαλάτες, σαλάτες ζυμαρικών, πίτσες, πιάτα με βάση το κρέας και σάλτσες ζυμαρικών. Παραδείγματα χρήσης της στην ιταλική κουζίνα είναι το κοτόπουλο και
η μακαρονάδα πουτανέσκα. Η κάπαρη είναι επίσης γνωστή σαν ένα από τα συστατικά της σως ταρτάρ. Σερβίρεται συχνά με κρύο καπνιστό σολομό ή συνοδεύει πιάτα σολομού (ειδικά τον lox με τυρί κρέμα). Η κάπαρη μερικές φορές υποκαθιστά τις ελιές σαν γαρνιτούρα στο μαρτίνι.
Αν τα μπουμπούκια της κάπαρης δεν συλλεχθούν, τότε ανθίζουν και παράγουν τον καρπό της κάπαρης. Ο καρπός μπορεί να γίνει τουρσί και στη συνέχεια σερβίρεται ως ελληνικός μεζές.
Τα φύλλα της κάπαρης, τα οποία είναι δύσκολο να βρεθούν έξω από την Ελλάδα, χρησιμοποιούνται κυρίως σε σαλάτες και πιάτα με ψάρι. Γίνονται τουρσί ή βραστά και διατηρούνται σε βάζα με άλμη - όπως και τα μπουμπούκια της κάππαρης.
Τα αποξηραμένα καπαρόφυλλα χρησιμοποιούνται επίσης ως ένα υποκατάστατο της πυτίας (ένζυμο πήξης) στην κατασκευή υψηλής ποιότητας τυριού.
Ο φλοιός της ρίζας της κάπαρης και τα φύλλα της μπορεί να έχουν κάποια αντικαρκινική δράση. Στην πραγματικότητα, τα προϊόντα υδρόλυσης του ινδολο-3-υλομεθυλο γλυκοζινολιτών έχουν αντικαρκινική δράση.
Παρόλο που η κατανάλωση κάπαρης είναι χαμηλή σε σύγκριση με την πρόσληψη άλλων μεγάλων διαιτητικών πηγών γλυκοσινολιτών (άσπρο λάχανο, μπρόκολο και κουνουπίδι), μπορεί να συμβάλλει στην ημερήσια δόση των φυσικών αντικαρκινογόνων που μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Οι γλυκοζινολίτες είναι επίσης γνωστοί για τον έλεγχο σε προκληθείσα βρογχοκήλη (αντι-θυρεοειδική δραστικότητα). Επίσης, η ρουτίνη και η κερκετίνη μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη του καρκίνου. Το σελήνιο, που υπάρχει στην κάπαρη σε υψηλές συγκεντρώσεις σε σύγκριση με άλλα φυτικά προϊόντα, έχει επίσης συσχετιστεί με την πρόληψη ορισμένων μορφών καρκίνου.
Για την κάπαρη λέγεται ότι μειώνει το φούσκωμα και έχει αντι-ρευματικές ιδιότητες. Στην αγιουβέρδα ιατρική η κάπαρη (Κάππαρη =
Capers=Himsra) καταγράφεται ως ηπατικό διεγερτικό και προστατευτικό, που βελτιώνει τη λειτουργία του ήπατος. Επίσης, έχει αναφερθεί η χρήση της για αρτηριοσκλήρωση, ως διουρητικό, απολυμαντικό νεφρών, ανθελμινθικό (για καταπολέμηση παρασιτικών σκουληκιών) και τονωτικό. Εγχύματα και αφεψήματα από φλοιό ρίζας κάπαρης έχουν παραδοσιακά χρησιμοποιηθεί για την υδρωπικία, αναιμία, αρθρίτιδα και ουρική αρθρίτιδα. Η κάππαρη περιέχει σημαντικές ποσότητες από την αντι-οξειδωτική βιοφλαβίνη
(bioflavinoid) ρουτίνη. Εκχυλίσματα κάπαρης και πολτός έχουν χρησιμοποιηθεί σε καλλυντικά, αλλά έχει αναφερθεί δερματίτιδα εξ επαφής και ευαισθησία από τη χρήση τους.
Στην ελληνική λαϊκή ιατρική, ένα τσάι βοτάνων που γίνεται από ρίζα και νεαρούς βλαστούς κάπαρης θεωρείται ευεργετικό κατά των ρευματισμών. Ο Διοσκουρίδης
(MM 2.204t) παρέχει επίσης οδηγίες για τη χρήση των νεαρών βλαστών, της ρίζας, των φύλλων και των σπόρων προς θεραπεία της δυσουρίας και της φλεγμονής.
Η κάππαρη χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, για να διευκολύνει την εξαγωγή αερίων, όπως το ρέψιμο και ο αερισμός. Συναντάται σε αρχαιολογικά ευρήματα, με τη μορφή απανθρακωμένων σπόρων και σπάνια σαν μπουμπούκια
ανθέων και καρπών από την αρχαϊκή εποχή και στην
περίοδο της κλασικής αρχαιότητας. Ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές (εγκυκλοπαίδεια γαστρονομίας) δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην κάπαρη, όπως και ο Πλίνιος
(NH XIX, XLVIII.163) και ο Θεόφραστος.
Πηγή: