Η Κνιφόφια (Kniphofia ή αλλιώς
Tritoma, Red hot poker, Torch lily, Poker plant) είναι ένα γένος φυτών της οικογένειας Asphodelaceae
και περιλαμβάνει περισσότερα από 70 είδη, ενδημικά της Αφρικής και 47 από αυτά βρίσκονται στις ανατολικές περιοχές της Νότιας Αφρικής.
Ορισμένα από αυτά τα είδη έχουν καλλιεργηθεί σαν διακοσμητικά φυτά κήπου σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως στην Ευρώπη, στη Νέα Ζηλανδία και στη Βόρειο Αμερική και είναι ευρύτερα γνωστά για τα φωτεινά, λογχόσχημα άνθη τους. Το γένος Kniphofia είναι πολύ στενά συνδεδεμένο με το γένος Aloe. Ως αποτέλεσμα, η πρώτη Kniphofia που περιγράφτηκε, και συγκεκριμένα η K. uvaria, από λάθος θεωρήθηκε ότι είναι αλόη και πήρε το αρχικό όνομα Aloe uvaria.
Το γένος ονομάστηκε Kniphofia προς τιμήν τού Johannes Hieronymus Kniphof, 1704-1763, ο οποίος ήταν καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο τού Erfurt τής Γερμανίας.
Τα περισσότερα είδη Kniphofia είναι αειθαλή, ενώ λίγα είναι φυλλοβόλα και βλασταίνουν ξανά στις αρχές του καλοκαιριού. Στη διάρκεια τής ανθοφορίας παράγουν πυκνή, ιθύφαλλο ανθοταξία (ταξιανθία επιμήκους σχήματος, καλυμμένη με άνθη χωρίς ποδίσκους), που σχηματίζεται πάνω από το επίπεδο των φύλλων, και
αναπτύσσεται είτε το χειμώνα είτε το καλοκαίρι, ανάλογα με το είδος. Τα μικρά, σωληνοειδή άνθη εμφανίζονται σε αποχρώσεις τού κόκκινου, πορτοκαλί, κίτρινου και
κρεμ. Αυτό προσδίδει και την ονομασία "torch" (πυρσός) και "red hot poker" (πυρωμένο σκαλιστήρι φωτιάς), σε πολλά από αυτά τα φυτά.
(K. uvaria)
Η Kniphofia σχηματίζει μεγάλες συστάδες από αψιδωτά φύλλα, τα οποία είναι μακριά, στενά και λεπταίνουν κωνικά στην απόληξή τους. Τα φύλλα είναι μη σαρκώδη, σε αντίθεση με τα φύλλα τής αλόης. Αυτό τη διαφοροποιεί από ένα παρόμοιο φυτό, όπως η Aloe cooperi. Η επιφάνεια των φύλλων είναι ομαλή, λεία και άτριχη σε όλα τα είδη, εκτός από ένα, και συγκεκριμένα το είδος Κ. hirsuta.
Το υπόγειο τμήμα τού φυτού αποτελείται από ένα χοντρό ρίζωμα και ινώδεις, σαρκώδεις ρίζες. Σε μερικά είδη Kniphofia το ρίζωμα διαιρείται, σχηματίζοντας ομάδες από πολλά στελέχη, ενώ σε άλλα είδη τα στελέχη είναι περισσότερο ή λιγότερο μοναχικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των ειδών Kniphofia δεν παράγουν εναέριους μίσχους, αλλά εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν, όπως στην περίπτωση των παλαιών, αντιπροσωπευτικών ειδών K. caulescens και K. northiae, που μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 30 εκατοστά.
Τα λουλούδια παράγουν άφθονο νέκταρ στην περίοδο τής ανθοφορίας και μπορούν να προσελκύσουν πολλούς ενδιαφερόμενους, που επιθυμούν να απομυζήσουν τούς χυμούς τού φυτού.
Συχνοί επισκέπτες και τακτικοί θαμώνες τής Kniphofia είναι πολλοί νεκταροσυλλέκτες πουλιά, όπως και έντομα. Σύμφωνα με αναφορές, τα άνθη πολλών ειδών Kniphofia χρησιμοποιούνται ως ήσσονος σημασίας τροφή και προφανώς με γεύση όπως του μελιού. Η K. parviflora αναφέρεται ως παραδοσιακό απωθητικό των φιδιών. Ενώ η K. rooperii και η K. laxiflora χρησιμοποιούνται παραδοσιακά ως φάρμακο. Ένα εκχύλισμα από τις ρίζες χρησιμοποιείται για να
ανακουφίσει ή να θεραπεύσει τα συμπτώματα ορισμένα θωρακικών διαταραχών.
Το ρίζωμα της foliosa Kniphofia χρησιμοποιείται στην Αιθιοπία για να θεραπεύσει κοιλιακές κράμπες. Το φυτό χρησιμοποιείται επίσης για την εξάλειψη ενδοπαράσιτων στα βοοειδή. Το ρίζωμα λέγεται ότι είναι βρώσιμο.
Το γένος Kniphofia συναντάται στη φύση και στις εννέα επαρχίες τής νοτίου Αφρικής. Το Kwa-Zulu Natal διαθέτει το μεγαλύτερο αριθμό ειδών Kniphofia, σε σύγκριση με τις άλλες επαρχίες με ± 40 με 50 είδη. Η Kniphofia εμφανίζεται επίσης στο Λεσότο, τη Σουαζιλάνδη και στα βόρεια προς το Σουδάν. Ωστόσο, η ποικιλομορφία των ειδών μειώνεται καθώς κινούμαστε
βορειότερα. Η Kniphofia foliosa είναι ενδημική στην Αιθιοπία. Τρία είδη συναντώνται στη φύση εκτός της αφρικανικής ηπείρου. Δύο από αυτά τα είδη υπάρχουν στη Μαδαγασκάρη και ένα στην Υεμένη. Τα περισσότερα είδη Kniphofia αναπτύσσονται κοντά σε ποτάμια ή σε περιοχές όπου οι συνθήκες είναι υγρές ή ελώδεις, για μια περίοδο του έτους. Υπάρχει όμως ένας μικρός αριθμός ειδών, που προτιμούν ξηρές συνθήκες, με καλή αποστράγγιση.
Πηγή: