|
Δούριο
(Durio zibethinus).
Άνθη και
καρποί.
|
Δούριο - Durio zibethinus
Το Δούριο (Durio zibethinus) είναι το πιο γνωστό από
τα είδη δένδρων που ανήκουν στο γένος Durio το
οποίο ανήκει στην οικογένεια Malavaceae και στην υποοικογένεια
Helicteroideae.
Είναι γνωστό κυρίως ως durian και τα φαγώσιμα φρούτα του ονομάζονται επίσης
durian. Το Durio zibethinus είναι ενδημικό σε Βόρνεο, Ινδονησία, Μαλαισία και ενδεχομένως στη Σουμάτρα. Το δέντρο καλλιεργείται σε όλες τις τροπικές χώρες και κυρίως σε Ινδία, Σρι Λάνκα, Νέα Γουινέα, Φιλιππίνες και Κεντρική Αμερική.
Το Durio zibethinus αναπτύσσεται και καλλιεργείται σε υψόμετρα έως 700 πόδια, από το επίπεδο της θάλασσας, αλλά υπάρχουν αναφορές μέχρι και 2.600 πόδια υψόμετρο. Το durian είναι ένα τροπικό φυτό, που απαιτεί άφθονες βροχοπτώσεις (1.500 χιλιοστά-2500 χιλιοστά, και διάρκεια εννέα με 11 μήνες) και θερμοκρασία 27-30 βαθμούς Κελσίου, ενώ θερμοκρασίες κάτω από 22 και πάνω 46 βαθμούς Κελσίου θεωρούνται ακραίες. Καλλιεργούμενο το φυτό ευδοκιμεί συνήθως σε γεωγραφικά πλάτος έως και 18 μοίρες βόρεια και νότια του ισημερινού.
Το Durio zibethinus φτάνει σε ύψος 27 με 40 μέτρα, όταν βρίσκεται άγριο στη φύση. Το δέντρο σχηματίζει ευθύ κορμό, με διάμετρο συνήθως 1,2 μέτρα. Η κορώνα είναι ακανόνιστη με πυκνά κλαδιά που στηρίζουν επιμήκη, αειθαλή φύλλα, μήκους 6 με 25 εκατοστών και πλάτους 2 με 9 εννέα εκ. Έχουν γυαλιστερό πράσινο χρώμα και μυτερή απόληξη στην κορυφή τους.
Τα λουλούδια του D. zibethinus αναφέρονται ως δύσοσμα με χρώμα
κρεμ κιτρινωπό. Διαθέτουν πέντε σέπαλα και τρία πέταλα, με πολλούς στήμονες και ένα στίγμα. Ανθίζουν τη νύχτα και κρέμονται σε συστάδες, οι
οποίες αποτελούνται από 3 έως 30 άνθη.
Τα άνθη του D. zibethinus τα επισκέπτονται συχνά νυχτερίδες, που τρώνε τη γύρη τους και τα γονιμοποιούν. Τα λουλούδια ανοίγουν το απόγευμα και
διασκορπίζουν τη γύρη τους το βράδυ. Το επόμενο πρωί έχουν πέσει ο κάλυκας, τα πέταλα και οι στήμονες και έχει μείνει μόνο
ο ύπερος του λουλουδιού. Αν και οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι μέλισσες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επικονίαση των δέντρων που καλλιεργούνται, ωστόσο το άνθος του άγριου τύπου D. zibethinus γονιμοποιείται από τις νυχτερίδες.
Όταν γονιμοποιούνται τα άνθη σχηματίζουν ένα φρούτα, που είναι κοινά γνωστό ως
durian.
Όταν ο καρπός ωριμάσει, αναδύει μια ιδιαίτερη οσμή, που το κάνει αντιπαθητικό αποκρουστικό σε πολλούς καταναλωτές. Το φρούτο καλύπτεται από μια σκληρή κίτρινο-πράσινη, ημι-ξυλώδη φλούδα, με αιχμηρά αγκάθια. Το σχήμα του είναι ακανόνιστο ωοειδές, μήκους 15 με 30 εκατ. και πλάτους 12 με 15 εκατοστά. Δεν είναι ασυνήθιστο το βάρος του να φτάνει μέχρι και τα οκτώ κιλά. Το φρούτο εσωτερικά διαθέτει πέντε χωρίσματα και η σάρκα του έχει χρώμα άσπρο-κρεμ προς κίτρινο μέχρι πορτοκαλί. Η γεύση του περιγράφεται σαν του αμυγδάλου με πλούσια κρεμώδη υφή.
Ο μυρωδάτος καρπός διαθέτει από ένα μέχρι επτά σπόρους, που βρίσκονται μέσα στη σάρκα και έχουν μήκος από δύο μέχρι έξι εκατ., ενώ το σχήμα και η υφή τους είναι παρόμοια με του αβοκάντο.
Όπως και με άλλα είδη durian, η βρώσιμη σάρκα εκπέμπει
μια χαρακτηριστική οσμή που είναι
ισχυρή και διεισδυτική, ακόμη και όταν ο φλοιός είναι άθικτος. Μερικοί άνθρωποι θεωρούν ότι το durian έχει ευχάριστο γλυκό άρωμα, ενώ άλλοι βρίσκουν το άρωμα πολύ έντονο και αποκρουστικό. Η μυρωδιά προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις, από βαθιά εκτίμηση μέχρι έντονη αποστροφή, ενώ έχει
περιγραφτεί ποικιλοτρόπως όπως σάπιο κρεμμύδι, νέφτι ή ακατέργαστα λύματα. Η
δυσάρεστη οσμή του οδήγησε στην απαγόρευση
εμφάνισης του φρούτου σε αρκετά ξενοδοχεία και
στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στη νοτιοανατολική Ασία.
Η οσμή των ώριμων durian, που είναι εξαιρετικά δυσάρεστη σε πολλές ανθρώπινες μύτες, μπορεί να ανιχνευθεί μισό μίλι μακριά από την πηγή της, και αυτό τραβά την προσοχή μεγάλου αριθμού ζώων που τρώνε τα φρούτα του και οι ενισχύουν τη διασπορά των σπερμάτων του.
Το Durio zibethinus χρησιμοποιείται κυρίως ως πηγή τροφής που είναι πλούσια σε υδατάνθρακες, κάλιο και βιταμίνη C.
Υπάρχουν 30 αναγνωρισμένα είδη
Durio, ενώ τουλάχιστον εννέα παράγουν βρώσιμα φρούτα. Το
Durio zibethinus είναι το μόνο είδος που
διατίθεται στην διεθνή αγορά. Τα άγρια και τα καλλιεργούμενα φρούτα τρώγονται ως μια τοπική λιχουδιά και δεν
βρίισκονται συχνό φρέσκα έξω από τις τροπικές περιοχές,
επειδή έχουν μια σύντομη διάρκεια ζωής και μικρή
αντοχή στη μεταφορά τους . Ο καρπός του D. zibethinus
περιγράφεται πως έχει ελαφρά αψάδα σαν του κρεμμυδιού με άρωμα καραμέλας, βανίλιας και μπανάνας. Ο άγριος τύπος του D. zibethinus έχει καλλιεργηθεί με επιτυχία
με πάνω από 200 ποικιλίες που βρέθηκαν σε όλες τις τροπικές περιοχές του κόσμου. Πολλοί καταναλωτές εκφράζουν προτιμήσεις για συγκεκριμένες ποικιλίες, οι οποίες έχουν και υψηλότερες τιμές στην αγορά.
Στα αγροτικά χωριά, εντός της φυσικής κατανομής του
durian, έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη κουλτούρα συγκομιδής. Οι χωρικοί φτιάχνουν καλύβες γύρω από τα δέντρα για να μεγιστοποιήσουν τη συλλογή των καρπών, καθώς πέφτουν. Επίσης, τοποθετούν παγίδες γύρω από τα δέντρα για να πιάσουν ζώα και πουλιά, τα οποία έλκονται από τις οσμές των φρούτων. Είναι γνωστό ότι οι καρποί του D. zibethinus έχουν τραυματίσει ανθρώπους, που δυστυχώς βρέθηκαν κάτω από το δέντρο, όταν ένας καρπός έπεφτε από το κλαδί του. Σε πολλά μέρη είναι εθιμικό να φορούν σκληρά καπέλα κατά τη συλλογή καρπών που ήδη έπεσαν στο έδαφος. Σε κάποιες χώρες, όπως στην Ινδονησία, τοποθετούν σημάδια γύρω από τα δέντρα, ως πρόσθετη προφύλαξη και προειδοποίηση κατοίκων και τουριστών για την πτώση των καρπών.
Πηγή:
http://en.wikipedia.org/wiki/Durio_zibethinus
http://eol.org/pages/483665/overview