Το Cinnamomum camphora ή
Καμφορόδεντρο (Camphor tree, camphorwood ή camphor laurel) είναι ένα μεγάλο αειθαλές δέντρο που
φτάνει μέχρι και 20-30 μέτρα ύψος. Τα φύλλα του είναι γυαλιστερά και κηρώδη, ενώ όταν συνθλίβονται έχουν τη μυρωδιά της καμφοράς. Την άνοιξη εμφανίζονται ομάδες από μικρά λευκά λουλούδια ανάμεσα στο λαμπερό, πράσινο φύλλωμά του. Παράγει συστάδες από μαύρους καρπούς σαν μούρα, με ένα εκατοστό περίπου διάμετρο. Ο χλωμός φλοιός του είναι πολύ τραχύς με κατακόρυφες σχισμές.
Το Καμφορόδεντρο είναι ενδημικό στην περιοχή της Κίνας νότια του ποταμού
Yangtze, στην Ταϊβάν, την Ιαπωνία, την Κορέα και το Βιετνάμ, ενώ έχει εισαχθεί σε πολλές άλλες χώρες.
Συναντάται σε πολλά μέρη της νοτιοανατολικής Ασίας, αλλά η ακριβής κατανομή του και το
μέγεθός του δεν είναι γνωστά με βεβαιότητα. Μεγάλες περιοχές με άγρια δέντρα αναπτύχθηκαν κάποτε στην Ιαπωνία και την Ταϊβάν, αλλά έχουν εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό από την υπερεκμετάλλευση για την παραγωγή καμφοράς κατά τα έτη μέχρι το Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έχει φύλλα όλο το χρόνο και ανθίζει από Μάρτιο μέχρι Ιούνιο. Τα άνθη του είναι ερμαφρόδιτα (έχουν αρσενικά και θηλυκά όργανα) και γονιμοποιούνται από το έντομο
Diptera. Ο καρπός γίνεται μαύρος όταν ωριμάσει. Στην Κίνα και την Ινδία ανθίζει τον Απρίλιο-Μάιο, και ο καρπός ωριμάζει τον Οκτώβριο-Νοέμβριο. Στο Νεπάλ η καρποφορία εμφανίζεται Σεπτέμβριος-Νοέμβριος. Η ανθοφορία στο Βιετνάμ γίνεται τον Απρίλιο-Μάιο και η καρποφορία το Νοέμβρη - Ιανουάριο. Η συλλογή του μπορεί να αρχίσει κανονικά, όταν το δέντρο είναι 15 ετών.
Η ετυμολογία του Cinnamomum camphora προέρχεται από την ελληνική λέξη «κιννάμωμον», που σημαίνει μπαχαρικό. Οι Έλληνες δανείστηκαν τη λέξη από τους Φοίνικες, που φαίνεται ότι έκαναν εμπόριο με την Ανατολή από την αρχαιότητα.
Επίσης, καταγράφεται στα σανσκριτικά, στην Παλαιά Διαθήκη, και σε
αρχαιοελληνικές φαρμακευτικές αναφορές που βρέθηκαν σε
ανασκαφές. Χρησιμοποιήθηκε από τους Αιγυπτίους ως τις αρχές του 1485 π.Χ. για
ταριχευτικούς σκοπούς.
Η καμφορά είναι μια λευκή κρυσταλλική ουσία, που λαμβάνεται από το δέντρο Cinnamomum
camphora. Έχει χρησιμοποιηθεί για πολλούς αιώνες ως μπαχαρικό στη μαγειρική, ως ένα συστατικό του θυμιάματος, και ως φάρμακο. Είναι επίσης εντομοαπωθητικό και
θανατηφόρα ουσία για τους ψύλλους.
Το καμφορόδεντρο είναι ενδημικό στην Ταϊβάν, τη νότια Ιαπωνία, την νοτιοανατολική Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για την καμφορά και την παραγωγή ξυλείας. Η παραγωγή και η μεταφορά της καμφοράς, σε στερεή, κηρώδη μορφή, ήταν μια μεγάλη βιομηχανία για την Ταϊβάν πριν και κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής αποικιοκρατίας (1895-1945). Χρησιμοποιήθηκε ως ιατρικό και ήταν επίσης ένα σημαντικό συστατικό στην παραγωγή άκαπνης πυρίτιδας και ταρταρούγας. Πρωτόγονοι αποστακτήρες στήθηκαν στις ορεινές περιοχές, όπου βρίσκεται συνήθως το δέντρο. Πρώτα πελεκούσαν το ξύλο σε λεπτά τσιπς. Αυτά τοποθετούνταν σε αποστακτήρα, όπου μαλάκωναν στον ατμό. Έπειτα ο ατμός περνούσε μέσα από ένα θάλαμο ψύξης, επιτρέποντας στην καμφορά να κρυσταλλώσει στο εσωτερικό ενός κύβου κρυστάλλωσης. Στη συνέχεια ξύνονταν και συσκευάζονταν από τα ραγδαία αναπτυσσόμενα κυβερνητικά εργοστάσια, για να διοχετευθούν προς επεξεργασία και πώληση. Η καμφορά ήταν ένα από τα πιο προσοδοφόρα είδη, πολλών σημαντικών κρατικών μονοπωλίων επί ιαπωνικής αποικιοκρατίας.
Το Καμφορόδεντρο περιέχει πτητικές χημικές ενώσεις σε όλα τα μέρη του φυτού. Από το ξύλο και τα φύλλα παράγεται με απόσταξη ατμού το αιθέριο έλαιο. Το καμφορόδεντρο διαθέτει έξι διαφορετικές χημικές παραλλαγές, που ονομάζονται χημειότυποι και είναι: καμφορά, λιναλοόλη, 1,8-κινεόλη, νερολιδόλη, σαφρόλη ή borneol. Στην Κίνα, οι εργάτες στα κτήματα αποφεύγουν την ανάμειξη χημειοτύπων κατά τη συγκομιδή, από την διαφορετική οσμή τους. Η cineole κλάσμα του καμφορόδεντρου χρησιμοποιείται στην Κίνα για να παρασκευάσουν ψευτόλαδο
ευκαλύπτου.
Οι χημικές παραλλαγές ή χημειότυποι φαίνεται να εξαρτώνται και από τη χώρα προέλευσης του δέντρου. Το δέντρο που είναι ενδημικό στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Ταϊβάν, ενώ έχει εισαχθεί στις άλλες χώρες όπου έχει βρεθεί, διαθέτει διαφορετικούς χημειότυπους, αναγνωρίσιμους βάση της χώρας
προέλευσής του. Π.χ. τα καμφορόδεντρα που καλλιεργούνται στην Ταϊβάν και την Ιαπωνία, (με συχνά κοινή ονομασία
"Ho Wood") είναι συνήθως πολύ υψηλά σε λιναλοόλη, συνήθως μεταξύ 80 και 85%. Στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα, παραμένει σε υψηλά επίπεδα ο ίδιος χημειότυπος. Από την άλλη, τα καμφορόδεντρα που καλλιεργούνται στη Μαδαγασκάρη, έχουν υψηλή 1,8-κινεόλη, κατά μέσο όρο μεταξύ 40 και 50%. Το αιθέριο έλαιο από δέντρα της Μαδαγασκάρης είναι γνωστό στο εμπόριο ως Ραβιντσάρα.
Το αιθέριο έλαιο της καμφοράς λαμβάνεται από φύλλα και κλαδάκια. Το εμπορικό προϊόν εξάγεται περνώντας ένα ρεύμα ατμού μέσα από τα τρίμματα / ροκανίδια του φυτού, με 30 κιλά ξύλου να αποδίδουν 1 κιλό καμφορά. Χρησιμοποιείται ιατρικώς, στα αρώματα, ως εντομοκτόνο, αλλά και για να κάνουν σελιλόιντ και ως συντηρητικό ξύλου. Μπορεί επίσης να τοποθετηθεί στα παπούτσια για να θεραπεύσει την εφίδρωση των ποδιών (μάλλον ενεργώντας ως αποσμητικό και όχι για την πρόληψη της εφίδρωσης). Επίσης καιγόταν ως απολυμαντικό σε περιόδους επιδημιών. Το ξύλο του έχει όμορφα "νερά", σε ανοιχτόχρωμο καφέ, που δείχνουν ακόμα πιο όμορφα με το γυάλισμα. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή επίπλων, για ντουλάπια, για το εσωτερικό φινίρισμα των κτιρίων κλπ.
Ένα μεγάλο ποσοστό της παγκόσμιας καμφοράς παράγεται πλέον συνθετικά από πινένιο, ένα παράγωγο από νέφτι ή από πίσσα άνθρακα.
Η καμφορά έχει μακρά ιστορία σαν βότανο στην Ανατολή, με ευρύ φάσμα χρήσεων. Έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί εσωτερικά για τη θεραπεία της υστερίας, αλλά στη σύγχρονη βοτανική χρησιμοποιείται κυρίως ως αιθέριο έλαιο και δεν συνιστάται η εσωτερική του χρήση. Το ξύλο και τα φύλλα έχουν δράση αναλγητική, αντισπασμωδική, διεγερτική. Ένα έγχυμα καμφοράς χρησιμοποιείται με
εισπνοές για τη θεραπεία κρυολογημάτων και ασθενειών των πνευμόνων. Το φυτό συνήθως χρησιμοποιείται με τη μορφή του αιθέριου ελαίου, το οποίο μπορεί να ληφθεί με απόσταξη πελεκημένων κλαδιών, κορμού και το ξύλου του δέντρου, ή από φύλλα και κλαδιά. Χρησιμοποιείται κανονικά ξύλο ηλικίας 24 - 40 ετών. Το αιθέριο έλαιο είναι ανθελμινθικό, αντιρευματικό, αντισπασμωδικό, καρδιοτονωτικό, διαλυτικό αερίων, εφιδρωτικό, ηρεμιστικό και τονωτικό. Χρησιμοποιείται εξωτερικά ως
αλοιφή για εντριβές στη θεραπεία αρθριτικών και
μυϊκών πόνων, ως βάλσαμο για χιονίστρες, σκασμένα χείλη, επιχείλιο
έρπη, για δερματικές κλπ. ασθένειες και ως εισπνευστικό για τη βρογχική συμφόρηση. Συνιστάται κάποια προσοχή, γιατί η υπερβολική χρήση προκαλεί εμετό, αύξηση παλμών, σπασμούς ίσως και θάνατο. Είναι πιθανό, καθώς το λάδι απορροφάται από το δέρμα, να προκληθεί συστηματική δηλητηρίαση. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία. Αναφέρεται ως «Piercing». Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία πεπτικών προβλημάτων και της κατάθλιψης. Η Γερμανική Επιτροπή Commission E
Monographs, ένας θεραπευτικός οδηγός για φαρμακευτικά βότανα, εγκρίνει το Cinnamomum camphora για αρρυθμίες,
βήχα / βρογχίτιδα, υπόταση, νευρικές / καρδιακές παθήσεις, ρευματισμούς.
Οι νεαροί βλαστοί και τα φύλλα τρώγονται μαγειρεμένα. Η χρήση τους προτείνεται με κάποια προσοχή καθώς υπάρχει μια αναφορά ότι η κατανάλωση σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση. Τα παλαιά φύλλα ξηραίνονται και
χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα.
Σε ορισμένες χώρες όπως το Νεπάλ, το δέντρο δεν φυτεύεται για την παραγωγή καμφοράς, αλλά φυτεύεται κυρίως σε κήπους και στις εισόδους των σπιτιών για θρησκευτικούς λόγους, και ως καλλωπιστικό δέντρο, αν και το ξύλο του είναι πολύτιμο.
Για συγκαλλιέργεια: Στην Κίνα, φυτεύεται ως ενδιάμεσος, μαζί με άλλες γεωργικές καλλιέργειες, όσο βρίσκεται στο αρχικό του στάδιο και είναι μικρό δενδρύλλιο.
Το καμφορόδεντρο εισήχθη στην Αυστραλία το 1822 ως καλλωπιστικό δέντρο για κήπους και δημόσια πάρκα, όπου κοινά ονομάζεται καμφορο- δάφνη. Τώρα θεωρείται ζιζάνιο σε όλη την περιοχή του
Queensland, καθώς και στην κεντρική και βόρεια Νέα Νότια Ουαλία, όπου ταιριάζει με το υγρό, υποτροπικό κλίμα. Ωστόσο, στα δέντρα παρουσιάζονται γρήγορα
κουφάλες, από νεαρή ηλικία, ενώ τα ενδημικά δέντρα χρειάζονται εκατοντάδες χρόνια για να αναπτύξουν παρόμοιες κοιλότητες.
Εισήχθη στις όμορες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών γύρω στο 1875. Άρχισε να εγκλιματίζεται σε περιοχές διαφόρων κρατών όπως Αλαμπάμα, Καλιφόρνια, Φλόριντα, Γεωργία, Χαβάη, Λουιζιάνα, Μισισίπι,
Βόρεια Καρολίνα, Τέξας και νότια Καρολίνα. Έχει καταχωριστεί στην κατηγορία των
χωροκατακτητικών ειδών στην Φλόριντα.
Πηγή: