Το Moringa, ενδημικό φυτό σε περιοχές της Αφρικής και της Ασίας, είναι το μοναδικό γένος στην οικογένεια των ανθοφόρων φυτών
Moringaceae. Το όνομα προέρχεται από τη λέξη των Tamil,
Murungai. Περιλαμβάνει 13 είδη, που ανάλογα με το τροπικό ή το υποτροπικό κλίμα, αναπτύσσονται από μικρούς θάμνους μέχρι ογκώδη δέντρα.
Το πιο διαδομένο καλλιεργούμενο είδος είναι το Moringa
oleifera, ένα πολλαπλών χρήσεων δέντρο, ενδημικό στους πρόποδες των Ιμαλαΐων στη βορειοδυτική Ινδία και καλλιεργούμενο σε όλες τις τροπικές περιοχές. Το Moringa
stenopetala, ένα αφρικάνικο είδος, είναι επίσης διαδομένο, αλλά σε μικρότερη κλίμακα από το Moringa
oleifera.
Το Moringa oleifera (συνώνυμο: Moringa
Pterygosperma) είναι το πιο ευρέως καλλιεργούμενο είδος του γένους
Moringa, που είναι και το μοναδικό γένος στην οικογένεια
Moringaceae. Κοινές αγγλικές ονομασίες του φυτού είναι
"moringa", "drumstick tree" εξαιτίας των μακρυών, λεπτών, τριγωνικών λοβών που περιέχουν τους σπόρους,
"horseradish tree" εξαιτίας της γεύσης της ρίζας που θυμίζει
horseradish (χρένο), "ben oil tree" ή "benzoil tree" εξαιτίας του ελαίου που προέρχεται από τους σπόρους. Πρόκειται για ένα γρήγορα αναπτυσσόμενο, ανθεκτικό στην ξηρασία δέντρο που είναι ενδημικό στους νότιους πρόποδες των Ιμαλαΐων στη βορειοδυτική Ινδία, αλλά καλλιεργείται πολύ σε τροπικές και υπο-τροπικές περιοχές.
Οι σπόροι του Moringa φυτρώνουν εύκολα, σχεδόν σε μία εβδομάδα. Εναλλακτικά, μπορεί κανείς να φυτέψει ένα κλαδί και σε διάστημα περίπου μιας εβδομάδας, θα αναπτυχθεί από μόνο του, σχηματίζοντας ένα άλλο βλαστάρι.
Το ίδιο το δέντρο είναι μάλλον λεπτό, με κλαδιά που γέρνουν προς τα κάτω και φτάνουν τα 10 μέτρα περίπου σε ύψος.
Τα καλλιεργούμενα δέντρα συχνά
κλαδεύονται χρόνο παρά χρόνο για να
σχηματίσουν φράχτες, ενώ συνεχίζουν να
αναπτύσσονται. Ωστόσο, το κλάδεμα είναι
χρήσιμο, για να διατηρηθεί άφθονη η
παραγωγή σε φύλλα, λουλούδια και λοβούς, που
θα βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μεταξύ
τους και με εύκολη προσέγγιση για συλλογή.
Και φυσικά είναι κατανοητό ότι, πότισμα και
λίπανση βοηθούν στην καλύτερή ανάπτυξή του
φυτού.
Το 19ο αιώνα, φυτείες από Moringa στις Δυτικές Ινδίες εξήγαγαν το έλαιο προς την Ευρώπη για
χρήση σε αρώματα και λιπαντικά μηχανημάτων. Οι άνθρωποι στην ινδική υπο-ήπειρο χρησιμοποιούν εδώ και πολύ καιρό τους λοβούς του Moringa για τρόφιμο. Τα βρώσιμα φύλλα τρώγονται σε όλη τη δυτική Αφρική και σε περιοχές της Ασίας.
Τα φύλλα είναι σημαντική πηγή μετάλλων και βιταμινών Α, Β, και C. Περιέχουν υψηλά επίπεδα ασβεστίου, φωσφόρου, σιδήρου, πρωτεϊνών, με χαμηλά λιπαρά, και λιγοστούς υδατάνθρακες. Η περιεκτικότητά τους σε σίδηρο είναι πολύ καλή για την αναιμία.
Ουσιαστικά κάθε μέρος του είναι βρώσιμο. Τα φύλλα του τρώγεται επίσης ως λαχανικό, ιδιαίτερα στις Φιλιππίνες όπου λέγεται
"malunggay". Μπορεί να μαγειρευτεί με οποιοδήποτε διαφορετικό τρόπο, όπως το σπανάκι. Οι ρίζες μπορούν να
συλλεχθούν όπως τα ρεπάνια και να χρησιμοποιηθούν όπως το χρένο
(horseradish), σε πικάντικα φαγητά και σάλτσες. Τα λουλούδια μπορούν να φαγωθούν ως λαχανικό, ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να κάνετε τσάι, πλούσιο σε ασβέστιο και κάλιο. Από το σπόρο του, ποιοτικό λάδι που ονομάζεται
"Ben oil", μπορεί να εξαχθεί με σύνθλιψη. Το έλαιο περιέχει: 65.7% ελαϊκά οξέα, 9.3% παλμιτικό οξύ, 7.4% στεατικό οξύ, και 8.6% βεχενικό οξύ. Το λάδι είναι καλό για το μαγείρεμα και για τη λίπανση
μηχανημάτων ακριβείας, όπως ρολόγια και ραπτομηχανές.
Οι ανώριμοι λοβοί των σπόρων, που ονομάζονται
"drumsticks", δηλ. "μπαγκέτες κύμβαλου (τύμπανου)", συνήθως καταναλώνονται στη Νότια Ασία. Προπαρασκευάζονται με μισοβρασμό, και έπειτα μαγειρεύονται σε κάρυ, ένα μίγμα πιπεριών, μέχρι να μαλακώσουν. Οι λοβοί, ακόμα και όταν μαγειρεύονται ή βράζονται, συνεχίζουν να διαθέτουν ιδιαίτερα υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη C (παρότι μπορεί να υποβαθμιστεί ανάλογα με το μαγείρεμα) και είναι επίσης μια καλή πηγή διαιτητικών ινών, καλίου, μαγνησίου και μαγγανίου.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, το Moringa έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τη διατροφή, να ενισχύσει την ασφάλεια των τροφίμων, να προώθηση την αγροτική ανάπτυξη και να
στηρίξει τη βιωσιμότητα της γης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ζωοτροφή,
βιταμινούχο υγρό, φυσικό ανθελμινθικό και πιθανόν ανοσοενισχυτικό.
Δεκάδες ανθρωπιστικές οργανώσεις προωθούν τώρα τη χρήση των Moringa σε φτωχές περιοχές για την καταπολέμηση του υποσιτισμού και τις δυσμενείς επιπτώσεις του στο
ανθρώπινο σώμα. Τα δέντρα Moringa έχουν χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση του υποσιτισμού, ιδιαίτερα στα βρέφη και στις θηλάζουσες μητέρες. Ιδιαίτερα τέσσερις ΜΚΟ, (1. Trees for Life
International, 2. Church World Service, 3. Educational Concerns for Hunger Organization και 4. Volunteer Partnerships for West
Africa), έχουν υποστηρίξει το Moringa ως "τη φυσική διατροφή των τροπικών περιοχών. Ένας συγγραφέας δήλωσε ότι "οι θρεπτικές ιδιότητες του Moringa είναι πλέον τόσο καλά γνωστές, ώστε φαίνεται να υπάρχουν ελάχιστες αμφιβολίες για το σημαντικό όφελος της υγείας, που μπορεί να επιτευχθεί από την κατανάλωση τριμμένων φύλλων
Moringa, σε περιπτώσεις όπου η πείνα είναι επικείμενη". Το Moringa είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο ως πηγή τροφής για τους κατοίκους των τροπικών, καθώς το φύλλωμα τού δέντρου βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη στο τέλος της ξηρής περιόδου, όταν άλλα τρόφιμα είναι συνήθως ελάχιστα.
Όταν οι συμβατικοί χειρισμοί για τον υποσιτισμό διαρκούν συνήθως μήνες, οι
ειδικοί διατροφολόγοι έχουν ανακαλύψει ότι οι άνθρωποι που λαμβάνουν Moringa παρουσιάζουν βελτίωση μέσα σε λίγες μέρες. Ένα από τα πιο θαυμαστά περιστατικά που χρησιμοποιείται είναι για την πρόληψη της παιδικής τύφλωσης, μια κατάσταση που μπορεί να αναπτυχθεί από έλλειψη βιταμίνης Α και ανεπάρκεια του αμφιβληστροειδούς. Οι ποσότητες των θρεπτικών ουσιών που περιέχονται στην καθαρή σκόνη από φύλλα, είναι επαρκείς για την εξάλειψη αυτής της κατάστασης.
Αν και πρόκειται για ένα από τα νεότερα ευρήματα της σύγχρονης επιστήμης, το "δέντρο θαύμα" έχει κάνει αλματώδη πορεία, περνώντας από διάφορες κοινωνίες, εδώ και χιλιάδες χρόνια. Στη λαϊκή ιατρική, οι θεραπείες του έχουν περάσει από γενιά σε γενιά.
Αρχαία ινδικά κείμενα, που χρονολογούνται ήδη από το 150 π.Χ., αναφέρονται στο φυτό Moringa και στις χρήσεις του. Στον αρχαίο κόσμο έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης.
Οι Ρωμαίοι, οι Έλληνες και
οι Αιγύπτιοι επαινούσαν το δέντρο για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, έβγαζαν βρώσιμο λάδι από τους σπόρους του, το
χρησιμοποιούσαν για την προστασία του δέρματος, για να κάνουν αρώματα, και να καθαρίζουν το πόσιμο νερό.
Το Moringa έχει χρησιμοποιηθεί στη λαϊκή ιατρική όπως, στα παραδοσιακά φάρμακα της
Αγιουβέρδα, στην ιατρική των Σίντα και στις Φιλιππίνες. Στην Αγιουβέρδα, πιστεύεται ότι τα φύλλα μπορούν να επηρεάσουν την αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα γλυκόζης. Στην Αφρική, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες δίνονται φύλλα Moringa στις θηλάζουσες μητέρες, πιστεύοντας ότι αυξάνουν το γάλα στο θηλασμό.
Κλινικές μελέτες έχουν αρχίσει να εισηγούνται ότι τουλάχιστον μερικές από αυτές τις αξιώσεις είναι έγκυρες. Με τόσο μεγάλη ιατρική εκτίμηση που τρέφεται από την παραδοσιακή ιατρική, οι περαιτέρω κλινικές μελέτες είναι όχι
απλά αναγκαίες, αλλά επιβεβλημένες.
Σήμερα, αυτό το ταπεινό φυτό, που συχνά αποκαλείται "Δέντρο Θαύμα", έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Πολλοί άνθρωποι στις
ΗΠΑ και την Ευρώπη το ανακαλύπτουν μόλις τώρα. Οι έφηβοι το χρησιμοποιούν για να θεραπεύσουν την ακμή. Οι φοιτητές το χρησιμοποιούν για να μείνουν ξύπνιοι μέχρι αργά και να μελετούν. Οι διαιτητικοί το χρησιμοποιούν ως κατευναστικό της όρεξης. Οι γηραιότεροι για ενέργεια και πνευματική διαύγεια.
Το Moringa υφίσταται προκαταρκτική έρευνα
για τη διερεύνηση των πιθανών ιδιοτήτων του.
Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας, εκτιμάται ότι η σκόνη από τριμμένους σπόρους Moringa έχει την ικανότητα να καθαρίζει το νερό του ποταμού και να το κάνει πόσιμο. Η έρευνα έδειξε ότι το φιλτράρισμα με σκόνη σπόρων μπορεί να μειώσει τη ρύπανση των υδάτων και τον αριθμό των βακτηρίων.
Πηγή: